Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αχάριστος, επίθ.
-
- Aγνώμων:
- (Eγκ. αγ. Δημ. 112258).
[αρχ. επίθ. αχάριστος. H λ. και σήμ.]
- Aγνώμων:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάριστος -η -ο [axáristos] Ε5 : που δεν αναγνωρίζει το καλό που του έκαναν, που δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη· αγνώμονας: ~ άνθρωπος. Tου έσωσα τη ζωή και ούτε που το θυμάται ο ~. || Aχάριστη πράξη, που χαρακτηρίζεται από αχαριστία.
αχάριστα ΕΠIΡΡ. [αρχ. ἀχάριστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάριστος1 [axáristos] ο,
- ungrateful person, ingrate:
- δεν είχε κανένα λόγο να χάνει την ώρα του με τους αχάριστους και τους ανεπρόκοπους (Panagiotop) |
- δεν το χώνεψα να παινούν μπροστά μου έναν υποκριτή και αχάριστο (Tsirkas) |
- poem κι ελησμόνησα αλήθεια ως ~ | τις παλιές σου κι αδρές καλοσύνες (Skipis)
[substantiv. m of αχάριστος2]
- ungrateful person, ingrate:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάριστος2, -η, -ο [axáristos]
- ① showing no gratitude, ungrateful (syn αγνώμων, ανευχαρίστητος 2, ant ευγνώμων):
- αχάριστα παιδιά |
- φάνηκε ~ στους γονείς του |
- folkt αχ, αχάριστε άνθρωπε, δεν σ' έφτανε η καλοσύνη που σου 'καμα; (Loukatos) |
- θα ήμουν αχάριστη στον Π., αν δεν ομολογούσα πως του χρωστώ κάτι πολύ μεγάλο (Drosinis) |
- ξέρω τις θυσίες σου· σ' ευχαριστώ· δεν είμαι ~ (Karagatsis) |
- ο άνθρωπος έγινε ~ .. αντί να ευγνωμονεί τους μεγάλους εφευρέτες, που του έκαμαν τόσο άνετη τη ζωή (Floros) |
- rembetiko song εγώ που τόσα χρόνια υπόφερα πικρά· | γιατί να με προδώσεις, αχάριστη καρδιά; (IPetrop) |
- poem μη δίνετε πια το αίμα σας | στους μεγάλους καταχτητάδες, στους αχάριστους βασιλιάδες (Karyotakis)
- ② ungracious, unattractive, disagreeable, unpleasant, thankless (syn in άχαρις):
- ~ ρόλος |
- αχάριστη επιχείρηση, εργασία |
- άγονη και αχάριστη γη |
- η αχάριστη δουλειά της γκουβερνάντας |
- δε γνωρίζει το σκληρό κι αχάριστο μόχθο άλλων λαών (Ouranis) |
- δίνει μιαν ήρεμη γραφικότητα στον αχάριστο σκηνικό χώρο (Terzakis) |
- χαρακτήρισα για αχάριστο και ανιδιοτελές το έργο του μεταφραστή (Papatsonis) |
- η μικρασιατική καταστροφή βρήκε την νεοελληνική λογοτεχνία στην πιο αχάριστη ώρα μιας οδυνηρής εφηβείας (Dimaras)
[fr postmed, MG αχάριστος ← K, AG, cpd w. *χαριστός (: χαρίζομαι)]
- ① showing no gratitude, ungrateful (syn αγνώμων, ανευχαρίστητος 2, ant ευγνώμων):