Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αχάνεια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αχάνεια [axánia] η, (L)
  • infinite expanse, immensity, vastness, boundlessness (syn άπειρο 3, απεραντοσύνη 1, αχανές 2, άχανο 1):
    • μας παρουσιάζει παραστατικότατα εικόνες της αχάνειας του ωκεανού (Thrylos)

[fr kath αχάνεια ← MG, LK (M.Anton., 2nd c. AD), der of adj αχανής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες