Παράλληλη αναζήτηση
599 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχ [áx] επιφ. : 1.συνοδεύεται συνήθ. από επιφωνηματική φράση ή πρόταση· δηλώνει ποικίλα συναισθήματα ανάλογα με το νόημα του λόγου, τον τόνο και το χρωματισμό της φωνής: α. χαρά, ευχαρίστηση, θαυμασμό, ικανοποίηση: ~ πόσο χαίρομαι που σε ξαναβλέπω! ~ τι όμορφα που είναι εδώ! ~ τι όμορφη που είσαι! β. έντονη ανακούφιση, ικανοποίηση: ~, ξεκουράστηκα! ~, δόξα τω Θεώ, σας βρήκα! γ. επιθυμία: ~ πόσο θα ήθελα ένα ποτήρι νερό! ~ σε παρακαλώ, βοήθησέ με! || επιθυμία ανεκπλήρωτη: ~ και να ήμουν νέος!, μακάρι να ήμουν νέος. ~ και να το ΄ξερα! ~ και να μπορούσα! δ. λύπη, συμπαράσταση: ~ πόσο λυπάμαι! ~ τι πάθαμε! ~ τον καημένο τι τον βρήκε! ~ ο δύστυχος τι έπαθε! ε. πόνο: ~ πώς πονώ! || μαζί με το επιφώνημα βαχ, για έντονη δυσφορία: Όλο ~ και βαχ είναι, συνέχεια γκρινιάζει. στ. απόγνωση: ~ τι να κάνω τώρα! ~ πώς θα μπορέσω να τους βρω! ζ. οργή: ~ τον απατεώνα, τι κακό μας έκανε! η. απειλή: ~, άμα σε πιάσω, τι έχεις να πάθεις! ~ τι ξύλο θα φας! θ. ξάφνιασμα: ~ με τρόμαξες! ~, δεν κατάλαβα πότε ήρθες! ι. αγάπη, τρυφερότητα: ~ το μωρό μου! ~ το κοριτσάκι μου! 2. (ως ουσ.) το αχ, ισοδυναμεί με το ουσιαστικό αγωνία, αναστεναγμός κτλ.: Όλο με το ~ είσαι. Ένα ~ δε φτάνει. || Άσε τα ~ και τα βαχ και συνέχισε τη δουλειά σου, άφησε τους αναστεναγμούς ή τις γκρίνιες.
[ηχομιμ. (πρβ. τουρκ., περσ., αραβ. ah! ηχομιμ.) ή < τουρκ. ah!]
[Λεξικό Κριαρά]
- αχ, πρόθ.,
- βλ. εκ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχ βαχ [ax vax] excl, expressing grief or sorrow,
- oh (syn in αχ 2b):
- ~~, με παράτησε |
- ~ ~, ψεύτρα κοινωνία |
- substantiv. το ~ ~ .. πολλά παλληκάρια το κεντούν στο μπράτσο τους (IPetrop)
[fr Turk ah vah]
- oh (syn in αχ 2b):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχ1 [ax] (& άαχ, αάχ) excl
- ① expressing pleasure, satisfaction, or joy ah, aah, oh (syn α 1, αμάν, ω):
- ~ τι ωραίο παιδί! |
- ~ τι νόστιμο φαγητό! |
- ~ ήταν έξοχος ο γιος του παπά (Myriv) |
- ~ καλή που του φαινόταν η ζωή (Prevelakis) |
- άντρες, ~ άντρες· χαρά και ομορφιά της πλάσης (Tsirkas) |
- μ' αρέσ' η βροχή, κυρ Θάνου, ~~ (Vasilikos)
- ② expressing pain or discomfort ah, oh, ouch (syn άι2, αμάν a, άχι 1, άχου 1, ωχ):
- ~ με πάτησες |
- ~ η κοιλιά μου πονάει |
- '~, πού θα με πάτε;'· έλεγεν αυτός στενάζοντας (Karkavitsas) |
- από κείνη τη μέρα άρχισε να τον τρώει το μεράκι· ~ και ~ (Myriv) |
- '~!', ακούω την Άρτεμη που βγάζει την οδυνηρή κραυγή (Venezis) |
- η Πόλη με τους Pωμιούς της έσκουζε μυστικά και μούλωνε και '~' δεν κοτούσε να βγάλει (DOikonomidis) |
- poem τα μάτια σου που χύνουνε φωτιά και πυρετό | ~πώς μου καιν το σώμα! (Skipis)
- ⓐ also ~ και βαχ, expressing grief, sorrow, or regret oh (syn ά 1a, άι2, αμάν a, άχι 1b, άχου 1b, ωχ):
- ~ μπελάς που μας βρήκε |
- ~ τι ντροπή |
- ~ γιατί να πρέπει να φύγουμε .. τώρα που αρχίσαμε να γνωρίζουμε μερικούς συμπαθητικούς ανθρώπους; (EKazantz) |
- ~ τα καημένα, κλαίγανε όλα αντάμα (Rotas) |
- ~ άμυαλοι που 'σαστε εσείς οι νέοι (Kovvatzis) |
- ~ .. πώς πέρασαν τα χρόνια! (Tachtsis) |
- folks. ~ και τι να κάνω η ορφανή και τι να γίνω η δόλια; (DPetrop) |
- rembetiko song πάψε να με τυραννάς· | ~ δε με λυπάσαι, δεν πονάς; (IPetrop) |
- poem τι πρωτάκουστο κακό | μού μελλότανε, ~, τα μάτια μου να δούνε (Stavrou Ar)
- ③ expressing wish, request, or expectation oh (syn άχι 2, άχου 2):
- ~ και να 'χα ένα καφεδάκι! (Moatsou) |
- ~ .. θα 'θελα να άραζα για κάμποσο καιρό σε ένα αστέρι (Nakou) |
- poem ~ πότε θα 'ρθει, πότε θα 'ρθει η ώρα | να ματαστράψει η όψη σου η σβησμένη (Mavilis) |
- ψιτ-ψιτ, ψιτ-ψιτ, ~ μαζί μου μένε, | δώσε μου μπίρα και φιλιά (Karyotakis) |
- ~ να μη δω το θάνατο πριχού στα κάστρα τους καρφώσω | τη ματωμένη ετούτη μπόλια μου κλ (Kazantz Od 10.245)
- ④ expressing anger or threat (syn άχου 3):
- ~ τον παλιάνθρωπο, τι μας έκανε! |
- ~ ξύλο που θα φας |
- ~ και να σε πιάσω στα χέρια μου
- ⑤ phr ώσπου να πεις αχ before one can say Jack Robinson, very quickly (syn phr ώσπου να πεις κύμινο):
- ώσπου να πεις ~, αρπάχτηκαν κιόλας (Christomanos) |
- πριν προφτάσει να πει ~, την παίρνω μαζί μου στη σκηνή (Stratou)
[onomatopoetic]
- ① expressing pleasure, satisfaction, or joy ah, aah, oh (syn α 1, αμάν, ω):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχ2 [ax] το, (also αχ και βαχ)
- ① (use or utterance of an) exclamation or sigh of pain or sorrow (syn το βαχ, το ωχ):
- ακούστηκε ένα σπαραχτικό ~ |
- ξεψύχησε χωρίς να βγάλει ένα ~ (Myriv) |
- το αφτί αρπάει και .. το ~ της μάνας στ' απόμακρα και το βαχ του μωρού (Petsalis) |
- έλαμπαν τα μάτια της απ' τη χαρά, που έπειτα από τόσα ~ και βαχ έπαιρνε το Σωτήρη (KRados) |
- διάχυτα τα αχ και τα ωχ σε κάθε του γράμμα (Palaiologos) |
- folks. νυχτώνει, ξημερώνει, δεν είναι βολετό | να μην αναστενάξω, το ~ να μην ειπώ (IPetrop) |
- poem τι μου ξεσκίζεις με το νου τα ρούχα σε κομμάτια; | και τ' ~ και βαχ σου, ρε, γιατί την πόρτα μου βαρά; (MArgyrop) |
- .. δε θέλω | με το παράπονο και με το ~ να φύγω (Theodorou)
- ② pain, grief, trial (syn βάσανο, πόνος):
- όποιος δεν έκαμε παιδιά, .. αυτός δεν ξέρει το ~ των πραγμάτων (Kazantz) |
- μεταμφιέστηκε για ν' ακούσει τι λέγανε, όταν τους πνίγει το ~ της ζωής (Tsirkas)
[substantiv. n of αχ1]
- ① (use or utterance of an) exclamation or sigh of pain or sorrow (syn το βαχ, το ωχ):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχά1 [axá] (also ααχά & αχάα) excl
- ① expressing understanding or affirmation uh huh:
- '~' έκανε ο νέος, σα να κατάλαβε κάτι ή σα να μην ήθελε να 'χει άλλες περιέργειες (Grigoris)
- ② uttered upon discovering sth aha:
- μια σαΐτα πέρασε ξυστά· '~, ζυγώσανε!' φωνάζει (Petsalis) |
- ~! ο σφυγμός αυτός τρέχει! ακούγεται σαν καλπασμός αραβικής φοράδας! (Melas) |
- ~! .. ο ήλιος έφτασε στα ριζά του δεύτερου ευκάλυπτου ..· όπου να 'ναι (Iatridi)
[onomatopoetic; cf Turk ha]
- ① expressing understanding or affirmation uh huh:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχά2 [axá] (also αχάα & αχά χα) excl expressing amusement or derision
- haha (syn αχαχούχα, αχού 4, χαχά):
- poem ο γέρος πάτησε τα χάχανα και κουρταλάει τις φούχτες |
- | 'αχάα! δεν είναι η πρώτη δα φορά που σκότωσα δαιμόνους!' (Kazantz Od 20.827)
[onomatopoetic]
- haha (syn αχαχούχα, αχού 4, χαχά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αχάδευτος s. αχάιδευτος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αχαΐα [axaía] η, (& D Aχαγιά) (L) geogr
- province or prefecture in NPelop, Achaia:
- η ~ ονομάζουνταν πρωτύτερα Aιγιάλεια .. επειδή εκτείνουνταν απάνω εις τον αιγιαλό (Demetrieis) |
- τον Π. τον τουφέκισαν στην Aχαγιά, γιατί βρήκαν στο κατώι του έναν Eγγλέζο (GSaranti) [fr kath Aχαΐα ← K (also pap), AG (Thuc. etc) \Aχαΐα (this fr \Aχαι_ι*α); see Schwyzer, Griech. Gramm. 1.79; Kretschmer, Glotta 33
[1954], 1ff; in class. times Aχαιοί designates the people settled in the N of Pelop (the term applies also to a tribe in Thessaly); cf Chantraine, Dict. ὐt. 1.149]
- province or prefecture in NPelop, Achaia:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αχάιδευτος -η -ο [axáiδeftos] Ε5 : που δεν τον έχουν χαϊδέψει, που δεν έχει γνωρίσει χάδια.
[α- 1 χαϊδεύ(ω) -τος]