Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφώτιστος -η -ο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αφώτιστος, επίθ.
  • Σκοτεινός:
    • (Διγ. Z 2550).

[μτγν. επίθ. αφώτιστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφώτιστος -η -ο [afótistos] Ε5 : 1.για χώρο που δεν τον έχουν φωτίσει, που δεν είναι φωτισμένος· σκοτεινός: ~ δρόμος. Aφώτιστο δωμάτιο / παράθυρο. 2. (μτφ., προφ.) α. για κπ. που δεν τον έχουν διαφωτίσει, δεν τον έχουν πληροφορήσει για κτ.: ~ λαός. β. (παρωχ.) που δεν έχει βαφτιστεί, που δεν τον έχουν βαφτίσει χριστιανό. γ. για κτ. αινιγματικό, περίπλοκο ή δυσεξήγητο που έχει μείνει ανερμήνευτο: Aφώτιστο μυστήριο.

[ελνστ. ἀφώτιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφώτιστος1 [afόtistos] ο,
  • unenlightened or uninformed person (near-syn αμαθής1, απληροφόρητος1):
    • καταδέχουνται οι μεταφυσικοί ν' ανακοινώσουν στους αφώτιστους κάτι από την υψηλή τους σοφία (Theodoridis) |
    • έχει καθήκον ο πνευματικός άνθρωπος .. να φωτίσει τους αφώτιστους, να κινήσει τους νωθρούς (Ploritis)

[substantiv. m of αφώτιστος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφώτιστος2, -η, -ο [afόtistos]
  • ① lightless, unlighted, unilluminated, dark (syn in άφεγγος 1):
    • ~ διάδρομος |
    • αφώτιστη μέρα |
    • αφώτιστη νύχτα |
    • αφώτιστη αποθήκη, γωνιά, σκάλα, ταράτσα, φυλακή |
    • αφώτιστο δωμάτιο, εικονοστάσιο, παράθυρο |
    • ο απέραντος ναός .. ήταν αδειανός, ~, χωρίς θέρμανση (Kazantz) |
    • είδε έναν ουρανό μελανό κι αφώτιστο (Prevelakis) |
    • το τοπίο στενεύει και η Zάτουνα χάνεται οριστικά σε αφώτιστα βάθη (Panagiotop) |
    • λίγο λάδι βρισκόταν στην καλύβα, όσο χρειαζόταν να μη μείνει αφώτιστη η μητέρα όλων των πονεμένων (Bastias)
  • ⓐ not bright or shining, lackluster, dull, dim (syn άλαμπος, άφεγγος 2, ant φωτεινός):
    • αφώτιστη φυσιογνωμία |
    • τα πρόσωπα ήταν απόψε ανήσυχα κι αφώτιστα (Kazantz) |
    • κατέβασε απ' την καμπάνα τα ξέθωρα κι αφώτιστα, καθώς το ράσο που φορούσε, μάτια του (Plaskovitis)
  • ② fig not brought to light, not elucidated, unilluminated (near-syn αδιαφώτιστος 2, αδιευκρίνιστος, αξεκαθάριστος 1):
    • αφήνει αφώτιστα ένα πλήθος από συγκεκριμένα ηθικά προβλήματα (Theodorakop) |
    • όποιος αφήνει αυτή την πλευρά αφώτιστη κινδυνεύει όχι απλώς να μη το εννοήσει, αλλά και να το παρανοήσει (Papanoutsos) |
    • καμιά όψη της τραγικότητας του τελικού χωρισμού .. δεν μένει αφώτιστη στα δύο τούτα βιβλία (Tsatsos)
  • ⓑ not having received or achieved spiritual or intellectual illumination, unilluminated, unenlightened, uninformed (syn αδιαφώτιστος 1, ant φωτισμένος):
    • ~ λαός, κυβερνήτης, όχλος |
    • αφώτιστη ζωή |
    • αφώτιστο πνεύμα |
    • φωτίζει με το ψυχικό του φως τις αφώτιστες, τις σκοτεινές ψυχές (Drosinis) |
    • η κοινωνία εξακολουθούσε να είναι αφώτιστη και ανίδεη (Tzartzanos) |
    • τα ρομαντικά κορίτσια .. υπερεκτιμούν τους ψυχικούς παράγοντας και περιφρονούν τους φυσικούς (Katsigra) |
    • μην τους πιστεύετε τους τεχνικούς αυτούς, τους αφώτιστους και οκνηρούς (Theotokas) |
    • poem μακριά από τ' ανθισμένα περιβόλια | και αφώτιστοι απ' της τέχνης την αχτίδα (Mavilis)

[fr postmed (Somavera), MG αφώτιστος ← PatrG, K, cpd w. *φωτιστός (: φωτίζω), der of which is AG φωτιστ-ικός (5th, 6th c. AD) and ModG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες