Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφύτευτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφύτευτος -η -ο [afíteftos] Ε5 : που δεν τον έχουν φυτέψει, που δεν είναι φυτεμένος. α. για φυτό: Aφύτευτο δενδρύλλιο / κλήμα / λουλούδι. Έμειναν αφύτευτα τα φυτά του καπνού και ξεράθηκαν. || ~ σπόρος, άσπαρτος. β. για καλλιεργήσιμη έκταση: Aφύτευτο περιβόλι / αμπέλι. ~ κήπος. || Aφύτευτο χωράφι, άσπαρτο.

[αρχ. ἀφύτευτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφύτευτος, -η, -ο [afíteftos]
  • ① not placed in the ground, unplanted, uncultivated (ant φυτεμένος):
    • αφύτευτες πατάτες |
    • αφύτευτο δέντρο |
    • αφύτευτα κουκιά
  • ② having no plants, unplanted, uncultivated, bare (syn ακαλλιέργητος 1, άφυτος, ant κατάφυτος, φυτεμένος):
    • αφύτευτο χωράφι |
    • πλάι στο καφενεδάκι ήταν ένας χώρος ~ (Charis)

[fr postmed αφύτευτος ← PatrG ← AG ἀφύτευτος, cpd w. φυτευτός (: φυτεύω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες