Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφύσικο
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Γεωργακά]
αφύσικο [afísiko] το, (L)
  • unnatural quality or state, unnaturalness (syn αφυσικότητα, ant φυσικό, φυσικότητα):
    • μεταχειρίζεται .. τη φράση 'νύμφη ανύμφευτε' που .. τονίζει το ~ του θαύματος (Papanoutsos) |
    • το ~, η αγάπη που οδηγεί στη θυσία, η καλοσύνη κλ, είναι δυνάμεις ανώτερες από τις φυσικές δυνάμεις (Kanellop) |
    • o ποιητής βρίσκεται μίλια μακριά, στο ~ και στο ακαταλόγιστο (Apostolakis)

[fr kath το αφύσικον, substantiv. n of αφύσικος]

[Λεξικό Κριαρά]
αφύσικος, επίθ.
  • Aγροίκος:
    • (Σουμμ., Pεμπελ. 186).

[αρχ. επίθ. αφύσικος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφύσικος -η -ο [afísikos] Ε5 : 1.που υπάρχει, συμβαίνει ή εξελίσσεται σε αντίθεση με τους φυσικούς νόμους, που είναι διαφορετικός από ό,τι συμβαίνει συνήθως ή κανονικά. ANT φυσιολογικός: Aφύσικη σωματική διάπλαση. Οι συνεχείς βροχές είναι ένα αφύσικο για την εποχή φαινόμενο. ~ καιρός, παράξενος. Aφύσικο μέγεθος, υπερβολικά μεγάλο. || Είναι αφύσικο να μισεί μια μητέρα τα παιδιά της. 2. που δεν είναι σύμφωνος με τους κοινωνικούς νόμους και τις συμβάσεις: ~ γάμος, αταίριαστος. || για συμπεριφορά επιτηδευμένη, προσποιητή, μη φυσική: Aφύσικο ύφος. Aφύσικη στάση. Aφύσικο φέρσιμο. αφύσικα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἀφύσικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφύσικος, -η, -ο [afísikos]
  • ① unnatural, preternatural, unordinary (syn παραφυσικός, ant φυσικός, φυσιολογικός):
    • ~ βηματισμός, χρωματισμός |
    • αφύσικη λάμψη, σιωπή, τέχνη, χλωμάδα |
    • αφύσικες διαστάσεις, κινήσεις |
    • αφύσικο τέρας, φαινόμενο |
    • αφύσικη στάση του σώματος |
    • δεν είναι αφύσικο να φανταστείς έναν αρχηγό έθνους, έναν κυβερνήτη σωματικά ανάπηρο (Venezis) |
    • γυρίζει το απάνω σώμα και το κεφάλι με μιαν αφύσικη στροφή (Karouzou) |
    • και καρπούζια να υπήρχανε, πράγμα αφύσικο γαι μήνα Aπρίλη, αυτός πάλι για φρατζόλα στο φούρνο θα πήγαινε (Chakkas) |
    • παραμερίζει ύστερα τους μνηστήρες, ρίχνοντάς τους αφύσικη νύστα στα μάτια (Maronitis) |
    • poem .. στο φεγγάρι οι σκύλες | οπ' αλυχτάνε αφρίζοντας σε αφύσικο σπασμό (Sikel)
  • ⓐ unnatural, contrived, artificial, affected (syn προσποιητός, ant φυσικός):
    • αφύσικη κομψότητα, συμπάθεια, συμπεριφορά |
    • έχει αφύσικους τρόπους
  • ② contrary to nature, unnatural, abnormal (syn αντιφυσικός, αντιφυσιολογικός, ανώμαλος 3, ant φυσικός, φυσιολογικός):
    • ~ πόθος |
    • να τα βοηθήσομε να σπάσουν μόνα τους τον αφύσικο και ομοιόμορφο σχολικό τύπο (Delmouzos) |
    • εσύ είσαι παιδί· και θα 'ταν αφύσικο να μην είσαι αψύς (TAthanasiadis) |
    • τα πουλιά φανερώνουν το θαυμασμό και τη φρίκη τους για ό,τι αφύσικο βλέπουν να γίνεται μπροστά τους (Apostolakis)
  • ⓑ obscene, vile, disgusting, vulgar (syn αισχρός, άσχημος2 3b):
    • αφύσικα λόγια [fr postmed αφύσικος ← PatrG ← K, AG (Aristotle, ap. Sext. Empir., Math.

[2nd c. AD], 10.46), cpd w. φυσικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφυσικότητα [afisikόtita] η, (L)
  • unnatural quality or state, unnaturalness, unrealism (syn αφύσικο):
    • η [ηθοποιός] Γ. φτάνει ως την ~· βάνει μελαγχολία στο γέλιο της και μειδίαμα στα δάκρυά της (Athanasiadis-N)

[fr kath (neol) αφυσικότης, der of αφύσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες