Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφύπνιση η [afípnisi] Ο33 : 1α.(λόγ.) ξύπνημα: Yπηρεσία αφυπνίσεως του ΟTΕ. || (μτφ.): ~ ενός ηφαιστείου. β. (στρατ.) το χαρτάκι που βάζει στο κρεβάτι του ο στρατιώτης και που γράφει την ώρα που πρέπει να τον ξυπνήσουν, για να εκτελέσει την υπηρεσία του. 2. επαναφορά στην επιφάνεια της συνείδησης αισθημάτων, ιδεών κτλ., τα οποία θεωρούνται νεκρά ή σε λήθαργο: Εθνική ~. ~ της συνείδησης.
[λόγ. < μσν. αφύπνι(σις) -ση < αφυπνι- (αφυπνίζω) -σις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφύπνιση [afípnisi] η, (L)
- ① act or process of waking up, awakening (syn αφυπνισμός, ξύπνημα, near-syn έγερση):
- επέρχεται ύπνος ήσυχος με τερπνά όνειρα, ευχάριστες δε αναμνήσεις συνοδεύουν την ~ (IPetrop)
- ② fig arousal fr a state of inactivity or lethargy, awakening (syn ξύπνημα, near-syn διέγερση):
- ~ του έθνους, του γένους |
- ~ της αντίδρασης, της ιδέας, του συναισθήματος, της συνείδησης |
- εθνική, πνευματική, πολιτική ~ |
- η ~ του σεξουαλικού ενστίκτου συμπίπτει με την πλήρη ανάπτυξη του γεννητικού συστήματος |
- στόχος μας είναι .. η ~ των πνευμάτων από το λήθαργο της δουλείας (Petsalis) |
- ο αγώνας για την ~ των εργατών και των αγροτών είναι δύσκολος (Sachinis) |
- αυτό .. κόστισε την επιβράδυνση της γλωσσικής αφύπνισης του ιατρικού κόσμου (Sifalakis) |
- όλες οι μεγάλες αφυπνίσεις ξεπήδησαν πάντοτε από την νεολαία (Kolyva)
[fr kath αφύπνισις ← MG (10th c.), der of αφυπνίζω]
- ① act or process of waking up, awakening (syn αφυπνισμός, ξύπνημα, near-syn έγερση):