Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφότου [afótu] σύνδ. χρον. : εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει πράξη η οποία χρονικά προηγείται από αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση, προσδιορίζοντας το χρονικό σημείο από το οποίο αρχίζει να ισχύει· από τότε που: Δεν τους ξαναείδε, ~ τελείωσαν τα μαθήματα. ~ παντρεύτηκαν, ξέκοψαν από την παρέα μας.
[ελνστ. ἀφότου < αρχ. φρ. ἀφ΄ ὅτου (γεν. της αρχ. αντων. ὅστις `αυτός που΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφότου, σύνδ.· αφόντου· αφούτου.
-
- 1) Aπό τότε που:
- περιανακούφιζεν ο πόνος την ψυχήν μου, αφότου, φίλε μου, σε ηύρηκα (Λίβ. N 2273).
- 2)
- α) Όταν, όταν πια:
- αφόντου επλησίασαν της κόρης το κουβούκλιν, το καταλόγιν ήρχισεν ο Aχιλλές (Aχιλλ. O 517)·
- β) αφού:
- (Λίβ. Esc. 2771).
- α) Όταν, όταν πια:
- 3) (Aιτ.) εφόσον, μια και, επειδή:
- άλλον ου μη ίδεις από εμέν πιττάκιν εδικόν μου, … αφότου το σημάδιν μου με βιάζεις να σε δώσω (Λίβ. N 1574· Xρον. Mορ. H 7673).
[<συνεκφ. αφ’ ότου. O τ. αφόντου και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπό τότε που:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφότου [afόtu] conj
- ① fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):
- δεν πέρασε πολύς καιρός, ~ χωρίστηκεν η μια κατάσταση της γλώσσας από την άλλη (Palam) |
- ~ άρχισε να γνωρίζει τον κόσμο, έθεσε ως σκοπό την απελευθέρωση της Eλλάδας (Vacalop) |
- ~τον έδιωξε ο μπαμπάς απ' το σπίτι, τον βλέπαμε σπανίως (Tachtsis) |
- η αξία του χρώματος στην αρχιτεκτονική είχε παραγνωρισθεί, ~ ο ακαδημαϊσμός ήθελε την αρχιτεκτονική λευκή (Michelis) |
- poem ~ εδιάβης απ' τα μέρη μου, τ' αρκούδι | του 'βάλαν άλυσο και το 'χασε ο δρυμός (Kotzioulas)
- ② (right) after, when (syn in αφόντας 2):
- η εθνική του δράση αρχίζει κυρίως ~ προσλαμβάνεται ως γραμματικός του ηγεμόνα της Bλαχίας (Vacalop) |
- αν η προθεσμία παραταθεί, η νέα αρχίζει ~ περάσει η πρώτη (Christidis AK) |
- αρχίζει ηθικά να πάσχει και να ενεργεί, μόνον ~ διαπιστώσει μέσα του ορισμένες αντινομίες (Theodorakop)
[fr MG αφότου (Kriaras' Lex) ← αφ' ότου, cpd of αφ' & ότου (sc χρόνου); cf K ἀφ' οy]
- ① fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):