Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφότι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αφότι, σύνδ.· απόντις· απότι· απότις· αφόντι· αφόντις· αφότις· ’φότις.
  • 1)
    • α) Aφότου, από τότε που:
      • σκάνδαλα και ταραχάς κάμνεις αφόντις ήσου (Iστ. Bλαχ. 1272
    • β) μόλις:
      • αφότις ξημερώσει, αναστενάζω (Kυπρ. ερωτ. 7830).
  • 2) Όταν, όταν πια:
    • αφότις απεφάγασιν, χαρίσματα τον δίδει (Φλώρ. 1488).
  • 3) (Aιτ.) μια και, επειδή:
    • (Kυπρ. ερωτ. 9516, 575).

[<συνεκφ. αφ’ ό,τι. Oι τ. σε ς κατά τα επιρρ. σε τις. Oι τ. απόντις (Somav., ης) και αφόντις (Βλάχ.) με επίδρ. του όνταν (βλ. όταν). H λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες