Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφόταν, σύνδ.,
- βλ. αφόντας.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφόταν [afόtan] conj
- fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):
- τις Kυριακές πηγαίνει πάντα, ~ θυμάται τον κόσμο, στη λειτουργιά με τους γονείς της (Petsalis)
[fr MG αφόταν (Σκλέντζα, Ποιήμ. 513), cpd of αφ-όταν, cpd of αφού & όταν; cf dial αφόντα & MG αφόντας]
- fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):