Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφόρτωτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφόρτωτος -η -ο [afórtotos] Ε5 : που δεν τον έχουν φορτώσει, που δεν είναι φορτωμένος. 1. για μεταφορικό μέσο, στο οποίο δεν έχουν ακόμα τοποθετήσει το φορτίο που θα πρέπει να μεταφερθεί: Aφόρτωτο κάρο / αυτοκίνητο. Aφόρτωτο μουλάρι / γαϊδούρι. 2. για φορτίο που πρόκειται να μεταφερθεί και το οποίο δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί σε μεταφορικό μέσο: Aφόρτωτα εμπορεύματα / κιβώτια. Στην αποβάθρα βρίσκονταν πολλά αφόρτωτα δέματα.

[α- 1 φορτώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφόρτωτος, -η, -ο [afόrtotos] s. άφορτος
:
  • αφόρτωτο πλοίο |
  • αφόρτωτο ζώο |
  • αφόρτωτο λάδι

[cpd w. *φορτωτός (: φορτώνειν: Acta Thom. A 83) ← φορτῶ: Aesop. 322 b; Heliodorus erot. (3rd c. AD) 3.5; Joh. Lydus (6th c. AD), de magistr. 2.21; Theophanes, Chron. (9th c. AD), p. 286 etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες