Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφόρητος, επίθ.· αφόρεστος· αφόρετος.
-
- 1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος:
- Θλίψιν έχω αφόρητον (Διγ. Z 666).
- 2) Που δεν είναι ανεκτός:
- κινδύνων αφορήτων (Διακρούσ. 11510).
- 3) Που δε φορέθηκε, καινούριος:
- φορεσιάν ευγενικήν, αφόρετα σκαρλάτα (Φλώρ. 1270).
- 4) (Προκ. για σκεύη) αμεταχείριστος, καινούργιος:
- εις αφόρεστην χύτραν (Σταφ., Iατροσ. 13364).
[αρχ. επίθ. αφόρητος. H λ. και σήμ.]
- 1) Που δεν υποφέρεται, αβάστακτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφόρητος -η -ο [afóritos] Ε5 : 1.που είναι τόσο έντονα δυσάρεστος, ενοχλητικός ή οδυνηρός, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον ανεχτεί· ανυπόφορος: ~ πόνος. Aφόρητη ζέστη. Aφόρητο κρύο. H ζωή θα ήταν αφόρητη, αν έλειπε η ελπίδα. || που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει: H αφόρητη εχθρική πίεση τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. 2. για κπ. του οποίου την παρουσία δεν μπορούμε να ανεχτούμε, που μας ενοχλεί, μας κουράζει ή μας εκνευρίζει: Έχει καταντήσει ~ με την γκρίνια του.
αφόρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀφόρητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφόρητος, -η, -ο [afόritos] (L)
- unbearable, unendurable, insufferable, intolerable (syn in ανυπόφερτος):
- ~ κουτσομπόλης, υβριστής |
- ~ δογματισμός, εκβιασμός, ζυγός, πόνος, φόβος |
- αφόρητη ατμόσφαιρα, δυσοσμία, ζωή, υγρασία |
- αφόρητη αγωνία, λύπη, μοναξιά, μονοτονία, πείνα |
- αφόρητη γραφειοκρατία, τυραννία |
- αφόρητες ιδιοτροπίες, τύψεις, φλυαρίες |
- αφόρητο βάρος, βασανιστήριο, κρύο, μυστικό |
- αφόρητα δεινά, δεσμά, ελαττώματα |
- προέβαλαν αφόρητους όρους κατά τις διαπραγματεύσεις |
- στιχουργεί ύμνους για το βασιλέα σε αφόρητη καθαρεύουσα (Papantoniou) |
- να καταργηθεί η αφόρητη εκπαιδευτική ανισότητα (Papanoutsos) |
- να ξεφύγει από τον αφόρητον ερασιτεχνισμό, που μας δέρνει (Papatsonis) |
- ποιος μας έσωσε απ' την αφόρητη φιλολογική μόδα του εξπρεσιονισμού; (Athanasiadis-N)
[fr kath αφόρητος ← postmed ← K (also pap), AG, cpd w. φορητός 'borne, carried; bearable, endurable']
- unbearable, unendurable, insufferable, intolerable (syn in ανυπόφερτος):