Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφόρετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφόρετος -η -ο [afóretos] Ε5 : για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος: Aφόρετο παλτό / φουστάνι / κουστούμι. Aφόρετες κάλτσες. Tου έκλεψαν τα παπούτσια που ήταν σχεδόν αφόρετα.

[μσν. αφόρετος < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφόρετος, -η, -ο [afόretos] (also αφόριγος & αφόριος)
  • ① not having been worn, unworn, new (syn αμεταχείριστος, αχρησιμοποίητος):
    • αφόρετες κάλτσες, μπότες |
    • αφόρετο παλτό, φουστάνι |
    • poem φοράει κεφαλοπάνι η αρχόντισσα θεά από πάνω ακόμα, | αφόρετο, πανώριο, κάτασπρο κλ (Homer Il 14.185 Kaz-Kakr)
  • ② not having been used, unused, new (syn αμεταχείριστος, άπιαστος 1b, αχρησιμοποίητος):
    • αφόρετη χύτρα |
    • αφόρετα πιάτα

[fr MG (Kriaras' Lex) αφόρετος ← LK (Lucian, Athenaeus) ἀφόρητος 'unworn, new'; cf K, AG ἀφόρητος 'unendurable']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες