Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφόδευση η [afóδefsi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφοδεύω· η αποβολή από τον πρωκτό των περιττωμάτων κατά τη διαδικασία της πέψης· χέσιμο.
[λόγ. < ελνστ. ἀφόδευ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφόδευση [afό∂efsi] η, (L)
- voiding of excrement, bowel movement, defecation (syn ανάγκη 2e, αποπάτηση, κένωση L, χέσιμο):
- ζυμαρικά, χόρτα και φρούτα αφήνουν υπόλειμμα και επιτυγχάνουν την ~ |
- τα έρματα βοηθούν την ~ των τροφών από το πεπτικό σύστημα
[fr kath αφόδευσις ← PatrG (Barnabas, 2nd c. AD), LK (Erotianus, 1st c. AD), der of αφοδεύω]
- voiding of excrement, bowel movement, defecation (syn ανάγκη 2e, αποπάτηση, κένωση L, χέσιμο):