Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφωταγώγητος -η -ο [afotaγójitos] Ε5 : που δεν τον έχουν φωταγωγήσει, που δεν είναι φωταγωγημένος: Aφωταγώγητη πόλη.
[α- 1 φωταγωγη- (φωταγωγώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφωταγώγητος, -η, -ο [afotaγόyitos] (L)
- unlighted, unilluminated (syn αφώτιστος2 1, ant φωταγωγημένος):
- αφωταγώγητη αίθουσα, πόλη [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1892]) αφωταγώγητος, cpd w. (Buck) φωταγώγητος (: φωταγωγώ)]
- unlighted, unilluminated (syn αφώτιστος2 1, ant φωταγωγημένος):