Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφωνία η [afonía] Ο25 : η ιδιότητα του άφωνου. || (ιατρ.) μόνιμη ή παροδική πλήρης απώλεια της φωνής.
[λόγ. < αρχ. ἀφωνία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφωνία [afonía] η, (L)
- ① med loss of voice, ability to speak only in whispers, aphonia:
- ο τενόρος έπαθε ~ και η παράσταση αναβλήθηκε |
- μια δυνατή συγκίνηση .. μπορεί να προκαλέσει ακόμα και ~ (Moustoxydis)
- ② inability or unwillingness to speak, speechlessness (syn αμιλησιά, near-syn αλαλία, σιωπή):
- για να αποφύγω αυτή την ~ .. έγραψα τους 'υπομνηματισμούς' αυτούς (Tatakis) |
- πρέπει να περιπλέξουμε αυτό το παιγνίδι .. με μια συνομιλία ή ακόμα με μια συλλογική ~ (Moustoxydis)
[fr kath αφωνία ← MG (Manassis) ← LK, AG (Hippocr, Plato+ 'speechlessness': restored in IG 14.1977), der of άφωνος]
- ① med loss of voice, ability to speak only in whispers, aphonia: