Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφυπνίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφυπνίζω [afipnízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) ξυπνώ, συνήθ. για αίσθημα ή ιδέα που γεννιέται ή επανέρχεται στην επιφάνεια της συνείδησης: Προσπάθησε να αφυπνίσει την εθνική μνήμη.

[λόγ. < αρχ. ἀφυπνίζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφυπνίζω [afipnízo] ipf αφύπνιζα, aor αφύπνισα (subj αφυπνίσω), mediop αφυπνίζομαι, ipf αφυπνιζόμουν, aor αφυπνίστηκα (& αφυπνίσθηκα; subj αφυπνιστώ & αφυπνισθώ), pf & plupf έχω-είχα αφυπνισθεί, (L)
  • ① arouse fr sleep, wake (s.o.) up, awaken (syn ξυπνώ, ant κοιμίζω):
    • το ξυπνητήρι τον αφυπνίζει κάθε πρωί |
    • poem ω, να μπορούσε τα νεκρά, ανυπάκουα μέλη | με το μαστίγιο ν' αφυπνίσει (Emmanouil)
  • ⓐ mi αφυπνίζομαι come out of sleep, wake up, awaken (syn ξυπνώ, near-syn σηκώνομαι):
    • αφυπνίζεται κάποτε· ασέληνη είναι η νύχτα· μισοκοιμισμένη η νεαρή σύζυγος (Palaiologos)
  • ② fig arouse fr a state of inactivity or lethargy, stir up, enliven, kindle (syn ξυπνώ, near-syn διεγείρω, ξεσηκώνω):
    • μπορούσαμε .. ν' αφυπνίζουμε συναισθήματα, που είχαν ατονήσει! (Panagiotop) |
    • θέλει να αφυπνίσει τον άνθρωπο από το λήθαργο της άγνοιας (Theodorakop) |
    • θα χρειαστεί .. να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη (Geros) |
    • κάθε αντίληψη τείνει ν' αφυπνίσει στη συνείδηση παλιές παραστάσεις (Moustoxydis)
  • ⓑ mi αφυπνίζομαι rise fr a state of inactivity or lethargy, awaken, stir (syn ξυπνώ, near-syn διεγείρομαι):
    • αφυπνίζεται η εθνική συνείδηση |
    • αφυπνίζεται η κριτική σκέψη |
    • αφυπνίζεται η κοινή γνώμη |
    • τα σοσιαλιστικά κόμματα της Eυρώπης αφυπνίστηκαν αναγνωρίζοντας την ανάγκη διατηρήσεως της υφέσεως |
    • [ο λαός] αφυπνιζόταν ακμαίος .. ύστερα από το χιλιόχρονο .. μεσαίωνα (Vacalop) |
    • χρειάστηκε η απειλή των ρεαλιστών μαρξιστικής προελεύσεως, .. για να αφυπνισθεί μια μερίδα των φιλοσόφων (Papoulia) |
    • το εγώ, για να γείρει κατά τη φύση, να σκύψει μέσα της, .. πρέπει πρώτα να 'χει αφυπνισθεί το ίδιο (Theodorakop)

[fr kath αφυπνίζω ← K, AG, cpd w. ἀφ- & (K) Ξπνίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες