Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφυπηρέτηση [afipirétisi] η, (L)
- act of retiring (fr service, profession etc), retirement (syn αποχώρηση 1b, έξοδος [από την υπηρεσία]):
- ~ του τιμωμένου από την εκπαιδευτική υπηρεσία |
- ~ από το στρατό (syn phr αποστράτευση)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αφυπηρέτησις, der of αφυπηρετώ]
- act of retiring (fr service, profession etc), retirement (syn αποχώρηση 1b, έξοδος [από την υπηρεσία]):