Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφυδατώνω [afiδatóno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ αφυδάτωση. ANT ενυδατώνω: Aφυδατώθηκε το δέρμα μου. Aφυδατωμένο πρόσωπο.
[λόγ. αφ- (δες απο-) ελνστ. ὑδατ(ῶ) `είμαι υγρός΄ -ώνω μτφρδ. γαλλ. deshydrater]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφυδατώνω [afi∂atόno] mediop αφυδατώνομαι (& αφυδατούμαι), aor subj αφυδατωθώ, pf & plupf έχω-είχα αφυδατωθεί, (L)
- ① cause to dry up, dehydrate (near-syn αποξεραίνω 1, αποστεγνώνω 1):
- τα οινοπνευματώδη ποτά αφυδατώνουν τον οργανισμό |
- ο φοβερός ήλιος της Aττικής αφυδατώνει και ξεραίνει τα πάντα (Melas, adapted)
- ⓐ mediop αφυδατώνομαι become dry or dehydrated (near-syn αποξεραίνομαι, αποστεγνώνω 2):
- τα ξηρά δέρματα .. από την ηλιοθεραπεία εύκολα μαραζώνουν, αφυδατούνται και ρυτιδώνουν (GLadas)
- ② mediop, fig be deprived of, lose (near-syn χάνω):
- είναι ανάγκη να αφυδατωθούν από τα διακριτικά γνωρίσματα της τάξης τους, του επαγγέλματός τους, της νοοτροπίας τους (Angelou)
- ⓑ lose one's vitality or spirit, become arid or dull (syn αποξεραίνομαι, αποστεγνώνω 2b):
- η πίστη τους έχει χάσει το ουσιαστικό της περιεχόμενο, έχει αφυδατωθεί (Karakalos)
[fr kath (neol) αφυδατώ, cpd of pref αφ- & υδατο- (ύδωρ); cf AG, K, ἐξυδατῶ]
- ① cause to dry up, dehydrate (near-syn αποξεραίνω 1, αποστεγνώνω 1):