Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφυδάτωση η [afiδátosi] Ο33 : ANT ενυδάτωση. α. (φυσιολ.) αφαίρεση ή απώλεια της κανονικής ποσότητας νερού ή υγρασίας: ~ του οργανισμού / του δέρματος / του προσώπου. Aπό τη δίψα και τη ζέστη έπαθε ~. β. (χημ.) αφαίρεση των στοιχείων του νερού από μία χημική ένωση και σχηματισμός νέας ένωσης: ~ μιας χημικής ένωσης.
[λόγ. αφυδατω- (δες αφυδατώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. deshydratation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφυδάτωση [afi∂átosi] η, (L)
- dehydration:
- ~ του κερατοειδούς |
- μωρό ηλικίας δύο μηνών έπασχε από ~ |
- έπαθε ~ στην έρημο |
- ξεχνάνε να πίνουν την απαραίτητη ποσότητα υγρών, καταδικάζοντας τον οργανισμό τους σε μια μόνιμη ~ |
- η τελευταία του προσφορά στην προσπάθεια του πολέμου ήταν η ~ των κρομμυδιών (Tsirkas) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1847]) αφυδάτωσις, der of αφυδατώνω; cf ant εξυδάτωσις 'changing into water' (perh. 3rd c. BC)]
- dehydration: