Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφτί το,
- βλ. αφτίον.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτί [aftí] το, (sp. also αυτί)
- :
- μεγάλα, μικρά, μυτερά, στρογγυλά αφτιά |
- του πονούν τ' αφτιά |
- ο δάσκαλος τους τράβηξε τ' αφτιά |
- τον άκουσα με τ' αφτιά μου I heard him w. my own ears |
- δεν πιστεύω στ' αφτιά μου I don't believe my ears, I don't believe I'm hearing this |
- σφυρίζουν τ' αφτιά μου there's a din in my ears (believed to be caused by people talking about s.o.) |
- χαμόγελο ως τ' αφτιά a smile fr ear to ear, wide smile |
- phr δε μου χτυπάει καλά στ' ~ it sounds strange to me |
- απ' το στόμα σου και στου θεού τ' ~ may this go fr your mouth directly to God's ear, may God grant this soon |
- κάτι άρπαξε (or πήρε) το ~ μου my ear caught sth, I (over)heard sth |
- έπεσε (or έφτασε) στ' αφτιά του it came to his ears, he heard about it |
- κλείνω (or βουλώνω) τ' αφτιά μου refuse to listen |
- είμαι όλος αφτιά be all ears, listen carefully |
- βάζω (or δίνω) ~ σε κάποιον listen attentively to s.o. |
- στήνω (βάζω, στυλώνω, τεντώνω or τσιτώνω) τ' ~ try to hear, hearken, listen attentively or surreptitiously (syn αφουγκράζομαι 1) |
- από το έν' ~ μπαίνει κι από τ' άλλο βγαίνει in at one ear and out at the other |
- του το σφύριξαν στ' ~ s.o. whispered it to him |
- να σου πει ο παπάς στ' ~! may the priest whisper the last rites in your ear! (jocular rhyming response to s.o. who keeps asking τι, τι;) |
- από τ' ~ και στο δάσκαλο taken by the ear to the teacher (said of swift action or punishment) |
- δεν ιδρώνει τ' ~ του από τέτοια he is not affected or impressed by such things |
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά the walls have ears, s.o. is liable to overhear |
- είναι περήφανος στ' αφτιά (or έχει περήφανα αφτιά) he is hard of hearing |
- με κατεβασμένα τ' αφτιά cowed or humiliated, having recognized one's mistake (syn phr με την ουρά στα σκέλια) |
- χρεωμένος ως τ' αφτιά up to one's ears in debt, over head and ears in debt |
- μου έφαγε (or πήρε) τ' αφτιά he tired me (w. his noise, incessant repetitions, requests etc) |
- του μπήκαν ψύλλοι στ' αφτιά he started suspecting |
- του έβαλε ψύλλους στ' ~he caused him to start suspecting |
- όταν βγούνε από το καφενείο στο δρόμο, κουκουλώνονται ως τ' αφτιά (Petsalis) |
- μου χαμογελούσε κάθε φορά κι εγώ ένοιωθα να κοκκινίζω ως τ' αφτιά (Myriv) |
- poem πατέρα, λέγε με, παιδί μου· να γλυκαίνεται | το ~ μου, να μου χαίρεται η καρδιά! (Rotas)
- ⓐ ability to perceive or reproduce music, ear (syn phr μουσική αντίληψη, ant αμουσία 1):
- μάθαινα τον ύμνο κι εγώ-είχα καλό ~- και τον τραγουδούσα μαζί της (Xenop)
- ① small round projection (on pots, jars etc) used for holding or handling, lug, ear (near -syn λαβή, χερούλι):
- ~ του αμφορέα, της χύτρας
- ② build. protruding end of windowsill on either side of window, lug
- ③ naut gaffsail
- ④ zoo Venus's ear, haliotis, abalone (syn αφτάκι 2)
[fr postmed, MG αφτίον/αφτίν (Kriaras' Lex 3.398) & ModG dial αφτίν (Pont ωτίν), sg of τ' αφτιά ← t aftia ← *tautia ← K (also pap) ὠτίον, τά ὠτία, pl of ὠτίον, this dimin of AG οsς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφτιαγος s. άφτιαστος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτιάζομαι [aftjázome] ipf αφτιαζόμουν, aor αφτιάστηκα
- ① prick up one's ears, listen attentively or alertly, give ear, hearken (syn in αφουγκράζομαι 1):
- αφτιάζεται καλά· ακούει τικ-τακ, τικ-τακ σα ν' αργοστάλαζε νερό (Karkavitsas) |
- το λάφι λοιπόν κοντοστεκόταν, αφτιαζότανε, ύστερα έτρεξε λίγο (Petsalis) |
- όσοι ακούσαν τ' όνομά του, αφτιάστηκαν, προσέχουν (id.) |
- ύψωνε το κεφάλι και το γύριζε δεξιά κι αριστερά σαν το λαγωνικό, που αφτιάζεται και μυρίζεται τον αέρα (Kokkinos)
- ⓐ be alert to catch an expected sound, wait to hear, listen for (syn αφουγκράζομαι 1b):
- οι τρεις άντρες μείναν για λίγο ασάλευτοι, ως να αφτιαζούντανε μιαν άγνωστη φοβέρα (Foteinos)
- ② follow by ear, give ear to, listen to (syn in αφουγκράζομαι 2):
- αφτιάζεται τους κρότους, που βγάζει ξερούς .. η μηχανή (Karkavitsas) |
- poem συχνά στης καρδιάς του τα πύρινα βάθη | αφτιάζεται ήχους κρυφής μουσικής (Palam) |
- α, να μας έλεγες τ' ακούσματά σου, καθώς αφτιάζεσαι τους αγνώριστους | ήχους! (Xydis)
[der of αφτί ← (αφτίν) w. suff -ιάζομαι]
- ① prick up one's ears, listen attentively or alertly, give ear, hearken (syn in αφουγκράζομαι 1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφτιασίδωτος -η -ο [aftxasíδotos] & αφκιασίδωτος -η -ο [af
asíδotos] Ε5 : (προφ.) αμακιγιάριστος. [α- 1 φτιασιδώ(νω), φκιασιδώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτιασίδωτος, -η, -ο [aftjasí∂otos] (& αφκιασίδωτος)
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn L αψιμυθίωτος 1, ant φτιασιδωμένος):
- αφτιασίδωτο πρόσωπο |
- γυρόφερνε με το ξεχειλωμένο μισοφόρι της, αχτένιστη, αφτιασίδωτη, άπλυτη (Koumantareas) |
- τα τραμ φόρτωναν και ξεφόρτωναν αφκιασίδωτο κόσμο (Athanasiadis-N)
- ② fig free of superfluous embellishments, unadorned, unaffected, plain (syn ακόσμητος 2, αψιμυθίωτος 2):
- αφτιασίδωτη απλότητα, ζωή, ομορφιά, ποίηση, πρόκληση |
- να σου τα τονίσω τα λόγια της αγάπης αφτιασίδωτα, καθαρά, .. καθώς μου έρχονται (Palam) |
- πρόκειται .. γι' απλό καμουφλάρισμα, που δεν ταιριάζει .. στον απλό κι αφτιασίδωτο αφηγητή της ελληνικής ζωής (Melas) |
- η παθητική τούτη εξομολόγηση .. είναι η πραγματική, η αφτιασίδωτη συνείδηση του εγώ του (Chourmouzios) |
- μέσα στα υγρά μάτια της .. είχε δει πολλές φορές αφκιασίδωτο τον εαυτό του (TAthanasiadis) [cpd w. *φτιασιδωτός ( |
- φτιασιδώνω, der of φτειασίδι
[φτιασίδι], and this is derived fr ευθείασις; Hatzid., ΓE 2.373)]
- ① not embellished w. cosmetics, not made up (syn L αψιμυθίωτος 1, ant φτιασιδωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφτιασμένος, -η, -ο [aftjazménos]
- having one's ears pricked up or erect:
- poem το άλογο αφτιασμένο χρεμετίζει (Laskaratos)
[ppp of αφτιάζομαι]
- having one's ears pricked up or erect:
[Λεξικό Κριαρά]
- άφτιαστος, επίθ.
-
- Aνεπεξέργαστος:
- τ’ άφτιαστο σίδερον δεν μαλάσσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. A´ [261]).
[<στερ. α‑ + φτιάνω. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Aνεπεξέργαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άφτιαστος -η -ο [áftxastos] & άφκιαστος -η -ο [áf
astos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άφτιαχτος. [α- 1 φτιασ- (φτιάνω) -τος· α- 1 φκιασ- (φκιάνω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφτιαστος, -η, -ο [áftjastos] (also άφκιαστος, άφτιαχτος & άφτιαγος)
- ① not constructed, unbuilt, unmade (syn ακατασκεύαστος 1, ακάμωτος 1, ant φτιαγμένος):
- ~ δρόμος |
- άφτιαστο σπίτι, φόρεμα |
- δεν είχε τίποτα έτοιμο, αλλά πολλά μες στο κεφάλι της άφκιαχτα κι ατελείωτα (Segditsas)
- ② unmade, unprepared (syn ανετοίμαστος, ant ετοιμασμένος, φτιαγμένος):
- ~ καφές |
- άφτιαστη προίκα |
- άφτιαστο φαγητό
- ③ not fixed, unrepaired, unmended (syn αδιόρθωτος 3, ανεπισκεύαστος b, άσιαχτος 2):
- άφτιαστο ρολόι
- ④ undeveloped, unripe, green (syn αγίνωτος 2, ακάμωτος 2, άμεστος 1, άπλερος 1b):
- κυμάτιζαν απαλά τα άφτιαχτα στάχυα (Petsalis)
- ⓐ not fully developed, young (syn in ασχημάτιστος 2) εκεί που περίμενε μια παιδούλα άγουρη και ντροπαλή και άφτιαχτη, .. βλέπει μια γυναίκα μπρος του, .. φτιαγμένη πια (Petsalis)
- ⓑ unformed, unshaped, unestablished (syn in ασχημάτιστος 3):
- η ράτσα σας, .. καινούργια και άφτιαστη, δεν είναι καθάρια ακόμη, δεν έχει σχηματιστεί ολότελα (IDragoumis)
- ⑤ not made up, unfabricated, uninvented, uncontrived (syn ακατασκεύαστος 2, ant φτιαστός):
- θα μπορούσε να μάθει μιαν αληθινή, άφτιαχτη ιστορία, για να στείλει στην εφημερίδα του (LAkritas)
- ⓒ uncontrived, unaffected, plain, simple (syn ανεπιτήδευτος, απλός2 4):
- η πρωτόγονη κι άφκιαστη φύση .. με ορμή και ειλικρίνεια εκφράζει την πρωτόφαντη θέρμη της ζωής (Evangelidis)
- ⑥ not tidied up, untidy, disorderly, messy (syn ασυγύριστος 1a):
- άφτιαστο δωμάτιο, κρεβάτι
- ⓓ untidy, slovenly, shabby (syn ασυγύριστος 1b, ατημέλητος 1, αφρόντιστος 2c):
- όλη τη βδομάδα είμαστε αξύριστοι, άφτιαχτοι, αξεσκόνιστοι (Z.Σ.P.)
- ⓔ left in a dishevelled state, not made neat-appearing or beautiful, not fixed up (syn ακαλλώπιστος 1):
- poem άφκιαστο κι αστόλιστο | του χάρου δε σε δίνω (Palam) [fr postmed άφτειαστος, cpd w. φτειαστός ( |
- φτειάνω ← MG ευθειάζω [Kriaras' Lex] ← ByzG
[PatrG 9th c. AD] ευθειάζω; cf ModG κακόφτιαστος, καλόφτιαστος]
- ① not constructed, unbuilt, unmade (syn ακατασκεύαστος 1, ακάμωτος 1, ant φτιαγμένος):