Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφρώδης -ης -ες
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφρώδης -ης -ες [afróδis] Ε11 : 1.που μοιάζει με αφρό, που είναι μαλακός, άσπρος και φουσκωτός. || (χημ., τεχν.): Aφρώδες γυαλί / ελαστικό / πλαστικό. 2. που έχει ή που δημιουργεί αφρούς: Aφρώδη ποτά. ~ οίνος, η σαμπάνια.

[λόγ. < αρχ. ἀφρώδης]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφρώδης, -ης, -ες [afrό∂is] (L)
  • ① foamy, frothy, spumy (syn in αφράτος 1):
    • αφρώδη πτύελα |
    • παχύ, αφρώδες και δύσοσμο έκκριμα |
    • είναι μια Eλλάδα λιμνών, μεγάλων αφρωδών καταρρακτών, σκοτεινών δασών (Ouranis) |
    • σώθηκε τάχατες ο γιος του βασιλέα .. από τη μάνητα τη θαλασσινή, .. στ' αγριεμένα, τα αφρώδη εκείνα παράλια (Papatsonis) |
    • από την αφρώδη έκρυση των μηδέων (από το θεϊκό σπέρμα) προήλθε η θεά (Papachatzis)
  • ⓐ foamlike, foamy, spongy, puffy:
    • αφρώδη πλαστικά
  • ② effervescent, sparkling, fizzy, bubbly (near-syn αεριούχος):
    • ~ οίνος sparkling wine, champagne (syn σαμπάνια) |
    • αφρώδη ποτά
  • ③ soft and plump, tender, dainty (syn αφρωτός 3, near-syn αφράτος 4b, τροφαντός):
    • οι γυναίκες της Aνατολής .. επιβάλλονται .. με τα ζωηρά τους χρώματα, το αφρώδες δέρμα τους κλ (Ouranis)
  • ④ fig foaming, raging, passionate (near-syn αφρισμένος 3):
    • αντρίκια η ομορφιά και το ύφος του· συγκρατημένο και επιβλητικό, δίχως αφρώδεις υστερίες (Palaiologos)

[fr kath αφρώδης ← postmed (Somavera) ← K, AG (ἀφρώδης Eurip+), der of ἀφρός w. suff -ώδης; cf ἀερώδης, ἀχυρ-, τεφρώδης etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες