Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφρόψαρο το [afrópsaro] Ο41 : ονομασία μικρών ψαριών που ζουν πολύ κοντά στην επιφάνεια του νερού· ψάρι του αφρού: Οι γλάροι πετούσαν χαμηλά κυνηγώντας αφρόψαρα.
[αφρ(ός) -ο- + ψάρ(ι) -ο]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόψαρο [afrόpsaro] το, ichth
- fish that swims at or near the surface of the water:
- άλλα τα γριγρί που βγαίνουνε για παλαμίδα, διαφορετικά κείνα που ψαρεύουνε αφρόψαρα, σα να λέμε σαρδέλες, κολιούς, σαφρίδια κλ (Bastias)
[fr MG *αφρόψαρον, cpd w. ψάριν; cf ασπρόψαρο, διχτό-, λασπό-, λιμνό-, πελαγό-, πετρό-, ποταμό-, τρατόψαρο etc]
- fish that swims at or near the surface of the water: