Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρόνως [afrόnos] adv (L)
- mindlessly, foolishly, unwisely (syn in άμυαλα):
- δώσαμε ~αφορμές στη γειτονική χώρα να εισβάλει
[fr kath αφρόνως ←K, AG, der of ἄφρων; cf MG adv άφρονα]
- mindlessly, foolishly, unwisely (syn in άμυαλα):