Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρυγάνιστος, -η, -ο [afriγánistos]
- not turned into toast, not toasted (ant φρυγανισμένος):
- αφρυγάνιστη φέτα, αφρυγάνιστο ψωμί
[fr kath (neol: Koumanoudis) αφρυγάνιστος, cpd w. *φρυγανιστός (: φρυγανίζω)]
- not turned into toast, not toasted (ant φρυγανισμένος):