Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφροξυλιά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφροξυλιά η [afroksilá] Ο24 : ονομασία θάμνου ή μικρού φυλλοβόλου δέντρου, που φύεται ή καλλιεργείται στην Ελλάδα και σε όλη την Aνατολή και που σε νεαρή ηλικία έχει κλαδιά με πολύ μαλακό και ελαφρό ξύλο.

[αφρόξυλ(ο) -ιά]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροξυλιά [afroksiljá] η, (& φροξυλιά)
  • elder tree, Sambucus nigra (syn αντριάνος 2, ζαμπούκος, κουφοξυλιά):
    • poem διαλέγει ξύλα ο πρωτομάστορας, βροντόλυρα σκαλίζει, | κάνει της μέγα σκάφος φροξυλιά, καπάκι από φλαμούρι (Kazantz Od 19.1238) [der of αφροξυλέα w. suff -έα; cf κουφοξυλέα (= χαμαιάκτη) Oribas. Fr. 118 (4th c. AD) and MG (Pιμάδα περί Bελισ. 70 |
    • να τον επανατρέψουσιν ωσάν κουφοξυλέα).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες