Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφροντισιά
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφροντισιά η [afrondisxá] Ο24 : ξενοιασιά: H ~ της νιότης. || αδιαφορία, αμέλεια για κτ.

[μσν. αφροντισιά < αφροντισία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < α- 1 φροντισ- (φροντίζω) -ία > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
αφροντισία η.
  • 1) Έλλειψη φροντίδας, μέριμνας, ανησυχίας για κ.· ασφάλεια:
    • (Xρον. Mορ. 1789).
  • 2) Διαβεβαίωση (ενν. ένορκη) για ασφάλεια σε κάπ. ότι θα είναι ασφαλής, δε θα υποστεί ζημιά, κ.τ.ό.:
    • (Xρον. Mορ. H 1635
    • φρ. κάμνω/ποιώ κάπ. αφροντισίαν =
      • (α) παρέχω σε κάπ. διαβεβαίωση για ασφάλεια:
        • (Xρον. Mορ. H 9068), (Πτωχολ. α 739
      • (β) διαβεβαιώνω κάπ. ότι θα τηρήσω την υπόσχεσή μου:
        • (Πόλ. Tρωάδ. 506).

[<επίθ. αφρόντιστος + κατάλ. ‑σία. H λ. τον 7. αι. (LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφροντισιά [afrondisjá] η, (& L αφροντισία)
  • ① lack of cares or worries, carefree attitude, unconcern (syn αναμελιά 2, αφρόντιστο, ξενοιασιά):
    • εφηβική, παιδική ~ |
    • πρόσχαρη ~ |
    • ζω με ~ και τρυφερότητα τη μποέμικη ζωή (Ouranis) |
    • κάβοι, νησάκια, κατάφυτες παραλίες τραγουδούν την ~ και την ομορφιά της ζωής (Panagiotop) |
    • έχουν την ~ των πουλιών (ChZalokostas)
  • ② carelessness, inattention, negligence, indifference (syn in ατημελησία 1):
    • γλωσσική, τεχνική ~ |
    • ~ στο ντύσιμο |
    • ~ σε ζητήματα ηχητικής |
    • με κάποιαν εωσφορικήν αφροντισίαν ομολογεί πως πάντα κρύβεται πίσω από μια προσωπίδα (Palam) |
    • τα νυχοπόδαρα .. ήσαν σα ροδοπέταλα μ' ~ αποθεμένα στην άκρη των δαχτυλιών (Karagatsis) |
    • πεθύμησα .. να χτυπήσω .. την ~ σου μπροστά στην ατέλειωτη δυστυχία μου (Panagiotop) |
    • η γη είναι .. ρημαγμένη από άγνοια, από ~, από κισμέτ (MAravantinou) [fr αφροντισιά ←yzG αφροντισία (Sophocles 11th c.) (cpd of pref α- & φροντίζω) in Vita Nil. Jun. (1005 AD) and  ModG αφροντισία |
    • cf K. Weigel (1804; Koumanoudis |
    • 1889, 1896, 1897), bes φρόντισις 'care, consideration' (Plotin. 4.3.4); not fr LK àφροντιστία Porphyrius (3rd c. AD), Vita Plotini; Themistius (4th c. AD) 'heedlessness' and 'being unheeded' (Philodemus

[1st c. BC], de morte 36), der of AG ἀφρόντιστος, verb ἀφροντιστῶ; cf φροντιστέον, φροντιστής, φροντιστ-ικός etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες