Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφροδισιολογία η [afroδisiolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα αφροδίσια νοσήματα.
[λόγ. αφροδίσι(ος) -ο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. vénér(é)ologie (-logie = -λογία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφροδισιολογία [afro∂isioloyía] η, (L) med
- study of venereal diseases, venereology [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1840]) αφροδισιολογία, der of αφροδισιολόγος]
- study of venereal diseases, venereology [fr kath (neol: