Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφροδίσιος -α -ο [afroδísios] Ε6 : που αναφέρεται στη γενετήσια επιθυμία και επαφή: Aφροδίσιο νόσημα, που μεταδίδεται κυρίως κατά τη σεξουαλική επαφή. || (ως ουσ.) το αφροδίσιο, το αφροδίσιο νόσημα.
[λόγ. < αρχ. Ἀφροδίσιος `που ανήκει στη θεά Aφροδίτη΄ σημδ. γαλλ. vénérien]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφροδίσιος, -a, -ο [afro∂ísios] (L)
- ① sexual, libidinal, sensual (syn in αφροδισιακός 1):
- αφροδίσια ηδονή, αφροδίσιες απολαύσεις |
- ~σπασμός |
- κάθε πράξη του ανθρώπου έναν έχει σκοπό, .. τη λαχτάρα την αφροδίσια (Dimaras) |
- αφίσες γυμνών γυναικών σε στάσεις γεμάτες από αφροδίσιο οίστρο (Chatzinis) |
- poem λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη (Seferis)
- ⓐ striving after sexual gratification, libidinous, voluptuous (near-syn λάγνος, φιλήδονος):
- poem λίγη ανάπαψη να πάρει | το λαμπρό του κόσμου καύχημα, τ' αφροδίσιο παλληκάρι (Markoras)
- ⓑ sexually arousing, carnal, sensual, voluptuous:
- η ωραία αυτή φορεσιά περίχυνε την κόρη με μιαν αλλιώτικη αφροδίσια χάρη (Xenop) |
- όσο για τ' αφροδίσια μπράτσα της, τα μανίκια της καμιζόλας ήταν τόσο πλατιά, που μόλις σήκωνε τα χέρια, γυμνωνόνταν ως τις μασχάλες (id.)
- ② med communicable through sexual contact, affecting the genitals, venereal (syn αφροδισιακός 2):
- αφροδίσιο νόσημα venereal disease (syn phr κοινωνική ασθένεια) |
- αφροδίσιες μολύνσεις |
- ~ βουβώνας venereal bubo |
- δεν περιορίζεται μόνο στην περιγραφή της μεταδοτικότητας των αφροδισίων παθήσεων (Louros)
[fr kath αφροδίσιος ← MG (CGL) ← K, AG, ἀφροδίσιος 'pertaining to Aphrodite']
- ① sexual, libidinal, sensual (syn in αφροδισιακός 1):