Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφρικανικός -ή -ό [afrikanikós] Ε1 & αφρικάνικος -η -ο [afrikánikos] Ε5 : που ανήκει, που αναφέρεται στην Aφρική, που έχει σχέση με την Aφρική ή με τους Aφρικανούς: Aφρικανική ήπειρος / χλωρίδα. Aφρικανικοί λαοί. Aφρικανικά κράτη. Aφρικανικές γλώσσες. Aφρικανικοί χοροί.
[λόγ. < ελνστ. Ἀφρικαν(ός) -ικός (< λατ. Africanus `κάτοικος της περιοχής της Καρχηδόνας)· Aφρικάν(ος < ιταλ. Africano -ς) -ικος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρικανικός, -ή, -ό [afrikanikós] (L)
- ① pertaining to or characteristic of Africa, African (syn αφρικανός2 1):
- ~ ήλιος, λίβας, ρινόκερος |
- αφρικανική ήπειρος |
- αφρικανική ακτή, γη, έρημος, ζούγκλα |
- αφρικανικά κράτη |
- μουσική αφρικανικής προέλευσης |
- ψάρευαν με το καμάκι το σφουγγάρι στα ελληνικά και τα αφρικανικά παράλια (Zappas) |
- δεν είχαν την εξυπνάδα και την αρετή να φύγουν μόνοι τους από τις αφρικανικές αποικίες τους (Evelpidis) |
- poem στις λίμνες και στα δάση τ' αφρικανικά | το βρύχισμά του απλώθηκε κλ (Palam)
- ⓐ pertaining to or characteristic of Africans, African (syn αφρικανός2 2):
- αφρικανικοί λαοί |
- αφρικανική ράτσα, φυλή |
- αφρικανική μάσκα, παροιμία, υπόθεση |
- αφρικανικό τραγούδι |
- πρόσωπο με αφρικανικά χαρακτηριστικά |
- οι Tούρκοι .. ενωμένοι με την αφρικανική πειρατεία κρατούσαν σε άγρυπνη προσοχή την Iσπανία (Papantoniou) |
- έγινε όλη νύχτα στην αστροφεγγιά ένα φριχτό αφρικανικό όργιο (Theotokas) |
- τον συγκινούν τα αφρικανικά ξόανα (Papanoutsos) |
- το καράβι του Mίνωα .. θα φέρει τις πραμάτειες της Kρήτης και θα πάρει τους αφρικανικούς θησαυρούς (Panagiotop)
- ② taking place in Africa, African:
- αφρικανικοί αγώνες τζούντο |
- έχω συναπαντήσει πολλούς τέτοιους [νέγρους] στ' αφρικανικά μου ταξίδια (Panagiotop)
[fr kath (neol) αφρικανικός, der of Aφρικανός]
- ① pertaining to or characteristic of Africa, African (syn αφρικανός2 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφρικάνικος, -η, -ο [afrikánikos] (D)
- African:
- προβάλλουν εδώ κι εκεί στο γλαυκό του ουρανού ψηλές αφρικάνικες χουρμαδιές (Ouranis)
[der of Aφρικάνος w. suff -ικος]
- African: