Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφραγκία η [afrangía] Ο25 : (οικ.) η παντελής έλλειψη χρημάτων· απενταρία, αδεκαρία, αναπαραδιά: Έχω κάτι αφραγκίες!
[άφραγκ(ος) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφραγκία [afraŋɟía] η,
- lack of money, pennilessness (syn αδεκαρία, αναπαραδιά, απενταρία, αψιλία):
- έχω ~
[der of άφραγκος]
- lack of money, pennilessness (syn αδεκαρία, αναπαραδιά, απενταρία, αψιλία):