Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφράτος, επίθ.
-
- 1)
- α) (Προκ. για ψωμί ή παξιμάδι) μαλακός σαν αφρός:
- (Πτωχολ. A 88)·
- β) το ουδ. ως ουσ. = αφράτο ψωμί, είδος ψωμιού πρώτης ποιότητας:
- (Πτωχολ. α 423).
- α) (Προκ. για ψωμί ή παξιμάδι) μαλακός σαν αφρός:
- 2) Άσπρος και ευτραφής:
- τα στήθη τα δροσάτα, τα μηλάρια σου τ’ αφράτα (Aγν., Ποιήμ. B´ 38).
[<ουσ. αφρός + κατάλ. ‑άτος. H λ. τον 6. αι. (DGE) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφράτος -η -ο [afrátos] Ε3 : που είναι μαλακός και φουσκωτός. 1α. Aφράτο ψωμί / κέικ. Aφράτα παξιμάδια, που τρίβονται εύκολα. Aφράτα καρύδια / αμύγδαλα / στραγάλια. Aφράτο μήλο / κυδώνι / αχλά δι, μαλακό και ζουμερό. || για χώμα που σκάβεται εύκολα: Aφράτο χωράφι. β. που βουλιάζει, που υποχωρεί εύκολα με την παραμικρή πίεση: Aφράτο χιόνι / βαμβάκι / στρώμα. 2. (για το ανθρώπινο σώμα) που είναι παχουλός και έχει δέρμα λείο και συνήθ. άσπρο: Aφράτο χέρι. || Aφράτη γυναίκα / κοπέλα, νέα και δροσερή.
[μσν. αφράτος `που έχει αφρό΄ (το αφράτον `σουφλέ΄) < αφρ(ός) -άτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφράτος, -η, -ο [afrátos]
- ① foamy, frothy (syn αφρίζων, αφρισμένος 1, αφριστός 1, L αφρώδης 1):
- αφράτη σαπουνάδα |
- αφράτο κύμα |
- μου 'παιρνε το κανάτι και το γιόμιζε αφράτο γάλα (Pasagiannis) |
- το χέρι της ξεπρόβελνε .. χουφτιάζοντας την αφράτη ζύμη του σφουγγαριού (Koumantareas) |
- poem της Aφρικής τη θάλασσα αγναντεύει | πάντα αφράτη και πάντα αγριωμένη (Solom)
- ② light and soft, fluffy, airy:
- αφράτη φραντζόλα |
- αφράτο κουλούρι, πρόσφορο, ψωμί |
- το κέικ σκεπασμένο με αλουμινόχαρτο διατηρείται ολόφρεσκο και αφράτο |
- ήξεραν .. πού μπορείς να φας τους πιο αφράτους λουκουμάδες (Kazantz) |
- σε ακριτικά τραγούδια το αφράτο παξιμάδι και το ψωμοτύρι σημειώνονται σα λαχταριστές τροφές (IPetrop)
- ⓐ puffy, fluffy, soft, feathery (syn αφρωτός 1):
- πώς της πήγαινε η αφράτη αυτή τουαλετίτσα! (Xenop) |
- η πόρτα άνοιξε χωρίς θόρυβο πάνω στο αφράτο χαλί (Katsigra) |
- έπεφτε στην άμμο, που δεχόταν αφράτη και φιλόξενη το σώμα του (Charis) |
- μπαίνομε σε σύννεφα αφράτα, που τα σχίζουμε χωρίς δυσκολία (ChZalokostas)
- ③ soft and white:
- ο βάτραχος .. πάει καλλιά του με την αφράτη του κοιλίτσα στον αέρα (KPolitis) |
- ήταν τόσο άσκημη στα νιάτα της· ούτε χρυσά μαλλιά είχε ούτε αφράτο δέρμα (GSaranti)
- ⓑ soft, crumbly (syn αφρωτός 2, μαλακός):
- αφράτη πέτρα |
- αφράτο μάρμαρο |
- αφράτο αμύγδαλο soft-shelled almond |
- η γης εκεί ήτανε παχιά, αφράτη σα ζεστούτσικο σιταρόψωμο (Angeloglou) |
- poem κι έβαζε ακόμα απάνω νιόσκαφτο, παχύ, πλατύ χωράφι, | με αφράτο χώμα κλ (Homer Il 18.542 Kaz-Kakr)
- ④ full of sap, juicy, fresh (syn εύχυμος L, ζουμερός, ant ξερός, στεγνός):
- αφράτο ξύλο |
- πήρε στο στόμα του .. ένα κόκκινο μήλο, αφράτο, όλο ζουμιά (Myriv) |
- poem .. νείρομαι | τα κιτρολέμονα του κήπου, τα στητά, | φέτα τη φέτα αφράτα κι αλαφρόξινα (Malakasis)
- ⓒ having plump and juicy flesh, succulent (syn αφρωτός 3, τροφαντός):
- ~κόρφος |
- αφράτη γυναίκα |
- αφράτο κορίτσι |
- αφράτα στήθια, χέρια |
- περιέγραφε την αφράτη ομορφιά των γυναικών του Aμβούργου (Melas) |
- το όμορφο κεφάλι της .. βγαίνει σαν άνθος από την αφράτη τραχηλιά (Petsalis) |
- poem .. το φουστανάκι της με χάρη ανεμίζει | και τ' άσπρα κρύφια κάλλη της τ' αφράτα φανερώνει (Karyotakis)
[fr MG αφράτος (Ptocholeon Z 180; etc) ← ByzG (Sophocles, 6th or 7th c. AD), der of αφρός w. suff -άτος]
- ① foamy, frothy (syn αφρίζων, αφρισμένος 1, αφριστός 1, L αφρώδης 1):