Παράλληλη αναζήτηση
33 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφού [afú] σύνδ. : εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις: 1. αιτιολογικές· εκφέρει το βασικό λόγο εξαιτίας του οποίου ισχύει ως επακόλουθο αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση· εφόσον, μια και: ~ αρρώστησες, καλύτερα να μείνεις σπίτι. Λοιπόν ας πάμε μια βόλτα, ~ τόσο το θέλετε. ~ (θα) έχεις δουλειά στις έξι, βλεπόμαστε αργότερα. ~ δε θα έρθεις, δε θα πάω και εγώ. ~ δεν είστε έτοιμοι, φεύγω μόνος. Tου ζήτησε βοήθεια, ~ μάλιστα δεν της ήταν τελείως άγνωστος. || σε παρενθετική χρήση: Συμβουλεύτηκα αυτή την έκδοση, ~ οι άλλες έχουν εξαντληθεί, και κατέληξα στα εξής συμπεράσματα. || σε ερωτηματική εκφορά συνήθ. εκφράζει έντονη αντίθεση· εφόσον, τη στιγμή που: ~ δεν πρόκειται να το αγοράσεις, γιατί ρωτάς την τιμή του; ~ είχες πει ότι δε θα ΄ρθεις, πώς έγινε και άλλαξες γνώμη; Aλλά πώς να τον βοηθήσουν, ~ είναι άρρωστοι και οι δύο; || (προφ., σπάν.) στο τέλος της πρότασης: Πήγαινε γρήγορα να κοιμηθείς. - Δε θέλω ~. 2. χρονικές· εκφέρει την απαραίτητη προϋπόθεση που χρονικά πρέπει να προηγηθεί, ώστε να ισχύσει το νόημα της κύριας πρότασης: ~ περάσουν είκοσι μέρες, θα ξαναρχίσεις τη θεραπεία, ύστερα από είκοσι μέρες. ~ (πρώτα) τον γνωρίσεις, εκτιμάς το χαρακτήρα του. Φτάσαμε, ~ το τρένο είχε φύγει, όταν είχε φύγει. Θα πας σινεμά, ~ πρώ τα διαβάσεις τα μαθήματά σου. Θα ξεκινήσουμε, μόνο ~ συμμαζέψουμε το σπίτι, όταν πρώτα συμμαζέψουμε. || σε αρνητική εκφορά με τη μορφή παρά μόνο ~: Δεν το έμαθα, παρά μόνο ~ είχαν φύγει.
[ελνστ. ἀφοῦ < αρχ. φρ. ἀφ΄ οy χρόνου (< *ἀπό οy γεν. της αντων. ὅς `αυτός (που), που΄)]
- αφού, σύνδ.· αφούν.
-
- 1) Aπό τότε που, αφότου:
- αφού κατήλθεν ο Xριστός εξ ουρανού στον κόσμον, έδιωξεν τας παράνομας και μυσαράς θυσίας (Διγ. Esc. 97· Aργυρ., Bάρν. K 77).
- 2) Aπό τη στιγμή που:
- (Διγ. Z 439), (Aσσίζ. 648‑9).
- 3) Όταν:
- (Kορων., Mπούας 113).
- 4) (Aιτ.) εφόσον, μια και:
- (Xρον. Mορ. P 1008)·
- αφού την ρόγαν μας κρατείς, εμείς σε προσκυνούμεν (Xρον. Mορ. P 5143).
[συνεκφ. αφ’ ού (ενν. χρόνου· αρχ., L‑S, λ. από ΙΙ). O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπό τότε που, αφότου:
- αφού [afú] conj
- ① region. fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):
- poem ~ στον κόσμο ελάμψανε τ' αστέρια, | τέτοιου τρόμου φιλιά δεν εδοθήκαν (Solom)
- ② after, when (syn in αφόντας 2):
- ~ έφαγε, έφυγε |
- ~ τελειώσεις το σκούπισμα, άρχισε το σφουγγάρισμα |
- ~απολυθεί απ' το στρατό, θα γίνει κουρέας |
- η διαβάτισσα, ~ προχώρησε μερικά βήματα, στάθηκε λίγο παρακάτω (Theotokas) |
- λίγους μήνες ~ ολοκληρώθηκε η δημοσίευση του έργου αυτού, παρουσιάσθηκε ανάγκη να ετοιμασθεί δεύτερη έκδοσή του (Dimaras) |
- poem και ~ πανί, μαντήλι | εχάθη στο νερό, | εδάκρυσαν οι φίλοι, εδάκρυσα κι εγώ (Solom)
- ③ in view of the fact that, seeing that, considering, as, since (syn δεδομένου ότι, εφόσον L, μια και, μια που):
- ~ δεν ξέρεις, να μη μιλάς |
- ~ επιμένει, κάμε του το χατίρι |
- ~ δε μελέτησε, θα αποτύχει στις εξετάσεις |
- ~ τη δέρνει, πάει να πει πως δεν την αγαπάει |
- ~ σου είπα να περιμένεις, γιατί έφυγες; |
- πώς να πληρώσει, ~ δεν έχει λεφτά; |
- ~ δεν πεινάει το παιδί, μην επιμένεις |
- την περιουσία την διαχειρίζεται ο πατέρας της, ~ αυτή είναι ανήλικη |
- ζητούσε την Ίμβρο και τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας του σ' αυτήν, ~ άλλωστε την είχε και πριν ως φέουδο (Vacalop, adapted)
[fr postmed, MG αφού ← K ἀφ' οy ← Thuc. ἀφ' οy ← Xenoph. Cyr. 1.2.13 ἀφ' οy χρόνου]
- ① region. fr the time when, (ever) since (syn in αφόντας 1):
- αφουγκράζομαι [afugrázome] Ρ2.1β : 1.προσπαθώ να ακούσω κτ.: Έβα λε το αυτί του στο μεσότοιχο κι αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) ακούω με προσοχή: Aφουγκράσου αυτά που θα σου πω. || ακούω.
[αρχ. ἐπακροῶμαι `ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά΄ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι `κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ - κρεμάζω, κοπιώ - κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)]
- αφουγκράζομαι [afuŋgrázome] also αφογκράζομαι, αφουκράζομαι, αφοκράζομαι, αφουγκριέμαι, (α)φηγκριέμαι, αφουγκραίνομαι & αφουκρώμαι (3sg αφουκράται), ipf αφου(γ)κραζόμουν, αφουγκριόμουν & αφηκριόμουν, aor αφου(γ)κράστηκα, αφοκράστηκα & αφηγκράστηκα (subj αφουγκραστώ &
- ① listen attentively or alertly, prick up one's ears, give ear, hearken (syn ακούω A5, αφτιάζομαι, syn phr βάζω αφτί):
- έστησε το αφτί της κι αφουγκράστηκε (Venezis) |
- πάσχιζαν ν' αφουγκραστούν, να ξεκρίνουν κάτι άλλο, πιο χαρακτηριστικό (Terzakis) |
- δε μιλάμε, για ν' αφουγκραστούμε καλύτερα (ADoxas) |
- τ' αφτί του αφουκραζόταν κι άμα άκουγε από μακριά τη φωνή του φιστικά, έτρεχε παρεμπρός του (Montis) |
- poem ο τσαγανός ξάφνω τηρά μπροσπίσω κι αφηγκριέται· | λες κάτι απάντεχο αγροικά κλ (Mammelis)
- ⓐ be alert to catch an expected sound,wait to hear, listen for (syn αφτιάζομαι 1b):
- folkt ο πλούσιος .. ξανασκεπάζεται κι αφουγκριέται τι θα πουν οι μοίρες (Loukatos) |
- όλοι σώπαιναν κι έμοιαζαν ν' αφουγκράζονται την ενδεχόμενη συνέχεια (Terzakis) |
- αφουγκράζεται, βέβαιος πως σε λίγο θα βροντήξει η πολεμόχαρη κραυγή του K. (Athanasiadis-N) |
- poem όλα λες κι αφουγκράζονται | του αντρειωμένου να μας πεις το θρύλο (Melachrinos) |
- στήνω αφτί ν' ακούσω και λογιάζω | το περπάτημά τους· αφηγκριέμαι | πότε θα μ' αγγίξουνε κλ (Dafni)
- ② follow by ear, give ear to, listen to (syn ακουρμαίνομαι, ακροάζομαι 1, αφτιάζομαι):
- ο Άγιος Aυγουστίνος κάθεται και αφουγκράζεται την αιωνιότητα (Venezis) |
- σώπασαν κι αφουγκράστηκαν τη σιγαλιά της νύχτας (Karagatsis) |
- τα παιδιά με ιερό δέος αφογκράζονται τη γη, για ν' ακούσουν τις καρδιές των δέντρων (Chatzinis) |
- poem από ψηλά χλωμό κοιτάει | το θλιβερό φεγγάρι | τον κοιμισμένον κήπο | και αφηγκράζεται τη σιγαλιά (Christomanos) |
- .. την κόρη του αφουκράται | το νεκρικό να τραγουδάει σκοπό κλ (Kazantz Od 22.1111)
- ⓑ perceive by hearing, listen to, hear (syn αγροικώ 4, ακούω A1):
- αφουγκράζεται την απάντηση, τη βροχή, τη θάλασσα, το παραμύθι, τη φωνή |
- αφουκραστήκαμε θόρυβο φοβερό, που μας έβγαλε τ' αφτιά (Psichari) |
- άμα καταλάβαινε ότι τον αφηκριόνταν, έπαυε στη στιγμή το λάλημα (Christovasilis) |
- αφουγκραίνεται τον απόηχο της ζωής και της χαράς των συνανθρώπων της (Stamelos) |
- θα ήθελες να ευρισκόσουν μονάχος εκεί· να αφοκρασθείς τον αντίλαλο του χαλκείου (Floros)
- ③ examine by listening to s.o.'s chest, auscultate (syn L ακροάζομαι 1b, ακροώμαι 1b):
- αν δεν ήταν μάλιστα ο παπάς ν' αφουκράζεται την καρδιά του, .. οι σπιτικοί του θα τον είχαν πάρει για πεθαμένον (Bastias) |
- γύρεψε και τον πιο ανεπαίσθητο ακόμα παλμό, μα δεν άκουσε τίποτα· αφουγκράστηκε πάλι· τίποτα! (TDoxas)
- ④ give ear furtively, listen in, eavesdrop (syn κρυφαγροικώ, κρυφακούω, L ωτακουστώ):
- στεκόταν εκεί πίσω από την πόρτα, παραμόνευε, αφογκραζόταν (Xenop) |
- στάθηκα πλάι στο θυρόξυλο να μη φαίνουμαι κι αφουκράστηκα (Prevelakis) |
- ανέβαινε στην ταράτσα από τη μικρή σκάλα κι αφουγκραζόταν στις πόρτες (Tsirkas)
- ⑤ pay attention to, listen to, heed (syn αγροικώ 5, ακούω A5, προσέχω):
- folks. .. τ' ακούς, γυναίκα μου, το τι σου παραγγέλλω; | πάντα να τ' αφογκράζεσαι τα λόγια, που σου λέω (DPetrop) |
- poem αυτός λέγει 'αφοκρασθείτε, | εγώ είμ' άλφα, ωμέγα εγώ' (Solom) |
- .. τις ταπεινές φωνές της γης και του μυαλού τις έγνοιες | ν' αφουκραστεί δεν καταδέχουνταν κλ (Kazantz Od 20.132)
[fr postmed αφουγκράζομαι ← postmed, MG αφουκράζομαι (bes αφηκράζομαι, αφοκράζομαι, αφουκρούμαι, αφηκρούμαι, αφηγκρούμαι etc), this fr αφηκράζομαι, backform. w. augment fr aor *αφηκράσθην of *αφακρώμαι (& dial αφακράζομαι), this fr K, AG ἐπακροῶμαι; se]
- ① listen attentively or alertly, prick up one's ears, give ear, hearken (syn ακούω A5, αφτιάζομαι, syn phr βάζω αφτί):
- αφούγκρασμα [afúŋgrazma] το,
- act of listening or hearing, listen (near-syn άκουσμα 1, ακρόαση 1):
- νιώθουνε ξανά .. το τρομαγμένο ξαγρύπνισμα και το λαχανιασμένο ~ στους απόμακρους βρόντους (Petsalis) |
- poem .. έχει κέφια γι' αναμονές | κι ακουμπίσματα στα παράθυρα | και κοιτάγματα απ' τις πόρτες κι αφουγκράσματα (Montis)
[der of αφουγκράζομαι]
- act of listening or hearing, listen (near-syn άκουσμα 1, ακρόαση 1):
- αφουγκραστής [afuŋgrastís] ο,
- ① listener, auditor (syn ακροατής 1):
- τη γαλήνη της νύχτας διακόφτουν μυκηθμοί· διερωτάται ο άγρυπνος ~, να 'ναι τ' αγρίμια, τα τσακάλια (Papatsonis)
- ② listener-in, eavesdropper (syn κρυφακουστής, L ωτακουστής) [der of αφουγκράζομαι; cf postmed (Somavera) αφκριστής (der of αφηκρούμαι & αφκρούμαι
[Somavera] ← επακροώμαι)]
- ① listener, auditor (syn ακροατής 1):
- αφουγκράστρα [afuŋgrástra] η,
- female eavesdropper:
- ήταν η γειτόνισσα, που δεν της ξεφεύγει τίποτα, η κακιά γλώσσα· .. η κοιταξού κι η ~ (Papantoniou)
[der of αφουγκραστής]
- female eavesdropper:
- αφουγκρούμαι,
- βλ. αφουκρούμαι.
- αφουκράζομαι· αφηγκράζομαι· αφηκράζομαι· αφκράζομαι· αφοκράζομαι· αφουγκράζομαι· αφράζομαι· ’φηκράζομαι· ’φουγκράζομαι· ’φουκράζομαι.
-
- 1)
- α) Aκούω προσεκτικά:
- αφκράστηκεν καλά ο ρήγας τά του είπαν (Xρον. Mορ. H 6358)·
- (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία):
- (Aλφ. (Μπουμπ.) II 30)·
- β) (προκ. για θεατρική παράσταση) ακούω, παρακολουθώ:
- στην κομεδία μας σήμερο να μας αφουκραστείτε (Kατζ. E´ 524)·
- γ) ακούω με συγκατάβαση, καλοπροαίρετα:
- (Eρωφ. Δ´ 253)·
- λυπήσου κι αφουκράσου μου τση σκλάβας του σπιτιού σου (Eρωτόκρ. Δ´ 531)·
- δ) (προκ. για το Θεό) εισακούω:
- δεν άκουσεν ο Kύριος εις την φωνή σας και δεν αφηκράστην προς εσάς (Πεντ. Δευτ. I 45).
- α) Aκούω προσεκτικά:
- 2) Yπακούω:
- μα ’νούς αδιάκριτου Pωμιού γιάντα ν’ αφουκραστείτε; (Tζάνε, Kρ. πόλ. 35712).
- 3) Aκούω:
- την θύραν ακριοχτύπησεν, διά να τον αφραστούσιν (Xρον. Mορ. H 937).
[<αρχ. επακροάομαι. T. σήμ. ιδιωμ. O τ. αφουγκρ‑ και σήμ. O τ. αφηκρ‑ (13. αι., LBG) και η λ. (Du Cange) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)