Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφουγκράζομαι [afugrázome] Ρ2.1β : 1.προσπαθώ να ακούσω κτ.: Έβα λε το αυτί του στο μεσότοιχο κι αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. 2. (λογοτ., λαϊκότρ.) ακούω με προσοχή: Aφουγκράσου αυτά που θα σου πω. || ακούω.
[αρχ. ἐπακροῶμαι `ακούω προσεκτικά΄ > μσν. *επακρώμαι (αποφυγή της χασμ.) > *απακρώμαι (παρετυμ. απ(ο)-) > *αφακρώμαι (από επίδρ. των αφορῶ `κοιτάζω προσεκτικά΄ (δες αφορώ), αρχ. ὑφορῶμαι `κοιτάζω με καχυποψία΄) > μσν. αφουκρούμαι ( [a > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του υπερ. [k] ) > μεταπλ. αφουκράζομαι (αναλ. προς τα κρεμώ - κρεμάζω, κοπιώ - κοπιάζω) (τροπή [kr > gr] ;)]
- αφουγκράζομαι [afuŋgrázome] also αφογκράζομαι, αφουκράζομαι, αφοκράζομαι, αφουγκριέμαι, (α)φηγκριέμαι, αφουγκραίνομαι & αφουκρώμαι (3sg αφουκράται), ipf αφου(γ)κραζόμουν, αφουγκριόμουν & αφηκριόμουν, aor αφου(γ)κράστηκα, αφοκράστηκα & αφηγκράστηκα (subj αφουγκραστώ &
- ① listen attentively or alertly, prick up one's ears, give ear, hearken (syn ακούω A5, αφτιάζομαι, syn phr βάζω αφτί):
- έστησε το αφτί της κι αφουγκράστηκε (Venezis) |
- πάσχιζαν ν' αφουγκραστούν, να ξεκρίνουν κάτι άλλο, πιο χαρακτηριστικό (Terzakis) |
- δε μιλάμε, για ν' αφουγκραστούμε καλύτερα (ADoxas) |
- τ' αφτί του αφουκραζόταν κι άμα άκουγε από μακριά τη φωνή του φιστικά, έτρεχε παρεμπρός του (Montis) |
- poem ο τσαγανός ξάφνω τηρά μπροσπίσω κι αφηγκριέται· | λες κάτι απάντεχο αγροικά κλ (Mammelis)
- ⓐ be alert to catch an expected sound,wait to hear, listen for (syn αφτιάζομαι 1b):
- folkt ο πλούσιος .. ξανασκεπάζεται κι αφουγκριέται τι θα πουν οι μοίρες (Loukatos) |
- όλοι σώπαιναν κι έμοιαζαν ν' αφουγκράζονται την ενδεχόμενη συνέχεια (Terzakis) |
- αφουγκράζεται, βέβαιος πως σε λίγο θα βροντήξει η πολεμόχαρη κραυγή του K. (Athanasiadis-N) |
- poem όλα λες κι αφουγκράζονται | του αντρειωμένου να μας πεις το θρύλο (Melachrinos) |
- στήνω αφτί ν' ακούσω και λογιάζω | το περπάτημά τους· αφηγκριέμαι | πότε θα μ' αγγίξουνε κλ (Dafni)
- ② follow by ear, give ear to, listen to (syn ακουρμαίνομαι, ακροάζομαι 1, αφτιάζομαι):
- ο Άγιος Aυγουστίνος κάθεται και αφουγκράζεται την αιωνιότητα (Venezis) |
- σώπασαν κι αφουγκράστηκαν τη σιγαλιά της νύχτας (Karagatsis) |
- τα παιδιά με ιερό δέος αφογκράζονται τη γη, για ν' ακούσουν τις καρδιές των δέντρων (Chatzinis) |
- poem από ψηλά χλωμό κοιτάει | το θλιβερό φεγγάρι | τον κοιμισμένον κήπο | και αφηγκράζεται τη σιγαλιά (Christomanos) |
- .. την κόρη του αφουκράται | το νεκρικό να τραγουδάει σκοπό κλ (Kazantz Od 22.1111)
- ⓑ perceive by hearing, listen to, hear (syn αγροικώ 4, ακούω A1):
- αφουγκράζεται την απάντηση, τη βροχή, τη θάλασσα, το παραμύθι, τη φωνή |
- αφουκραστήκαμε θόρυβο φοβερό, που μας έβγαλε τ' αφτιά (Psichari) |
- άμα καταλάβαινε ότι τον αφηκριόνταν, έπαυε στη στιγμή το λάλημα (Christovasilis) |
- αφουγκραίνεται τον απόηχο της ζωής και της χαράς των συνανθρώπων της (Stamelos) |
- θα ήθελες να ευρισκόσουν μονάχος εκεί· να αφοκρασθείς τον αντίλαλο του χαλκείου (Floros)
- ③ examine by listening to s.o.'s chest, auscultate (syn L ακροάζομαι 1b, ακροώμαι 1b):
- αν δεν ήταν μάλιστα ο παπάς ν' αφουκράζεται την καρδιά του, .. οι σπιτικοί του θα τον είχαν πάρει για πεθαμένον (Bastias) |
- γύρεψε και τον πιο ανεπαίσθητο ακόμα παλμό, μα δεν άκουσε τίποτα· αφουγκράστηκε πάλι· τίποτα! (TDoxas)
- ④ give ear furtively, listen in, eavesdrop (syn κρυφαγροικώ, κρυφακούω, L ωτακουστώ):
- στεκόταν εκεί πίσω από την πόρτα, παραμόνευε, αφογκραζόταν (Xenop) |
- στάθηκα πλάι στο θυρόξυλο να μη φαίνουμαι κι αφουκράστηκα (Prevelakis) |
- ανέβαινε στην ταράτσα από τη μικρή σκάλα κι αφουγκραζόταν στις πόρτες (Tsirkas)
- ⑤ pay attention to, listen to, heed (syn αγροικώ 5, ακούω A5, προσέχω):
- folks. .. τ' ακούς, γυναίκα μου, το τι σου παραγγέλλω; | πάντα να τ' αφογκράζεσαι τα λόγια, που σου λέω (DPetrop) |
- poem αυτός λέγει 'αφοκρασθείτε, | εγώ είμ' άλφα, ωμέγα εγώ' (Solom) |
- .. τις ταπεινές φωνές της γης και του μυαλού τις έγνοιες | ν' αφουκραστεί δεν καταδέχουνταν κλ (Kazantz Od 20.132)
[fr postmed αφουγκράζομαι ← postmed, MG αφουκράζομαι (bes αφηκράζομαι, αφοκράζομαι, αφουκρούμαι, αφηκρούμαι, αφηγκρούμαι etc), this fr αφηκράζομαι, backform. w. augment fr aor *αφηκράσθην of *αφακρώμαι (& dial αφακράζομαι), this fr K, AG ἐπακροῶμαι; se]
- ① listen attentively or alertly, prick up one's ears, give ear, hearken (syn ακούω A5, αφτιάζομαι, syn phr βάζω αφτί):