Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοσιώνομαι [afosiónome] Ρ1β : με τρόπο αποκλειστικό και απόλυτο αφιερώνω όλες τις προσπάθειες, τις σκέψεις ή τη δραστηριότητά μου σε κπ. ή σε κτ.: ~ στη μελέτη / στην επιστήμη / στην εργασία μου. Δεν ξαναπαντρεύτηκε αλλά αφοσιώθηκε στην ανατροφή των παιδιών της. || Ήμουν αφοσιωμένος στη δουλειά μου και δε σε είδα, πολύ απασχολημένος. || (μππ.) πιστός: Aφοσιωμένος φίλος / οπαδός / σύζυγος / υπηρέτης. Tου έχω εμπιστοσύνη, γιατί μου είναι πολύ αφοσιωμένος.
[λόγ. < αρχ. ἀφοσι(οῦμαι) `ικανοποιώ τη συνείδησή μου΄ -ώνομαι (ἀφοσιῶ `καθαρίζω από μίασμα΄) σημδ. γαλλ. se dévouer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοσιώνομαι [afosiόnome] ipf αφοσιωνόμουν, aor αφοσιώθηκα (subj αφοσιωθώ), (L)
- ① become attached to s.o., cling loyally, dedicate o.s., devote o.s. (syn αφιερώνομαι):
- αφοσιώνεται στα παιδιά του, στους φίλους του |
- όταν οι γυναίκες αγαπάν έναν άντρα, του αφοσιώνονται ψυχή τε και σώματι (Tachtsis)
- ② concentrate fully on, become absorbed in, dedicate o.s., devote o.s. (syn αφιερώνομαι, near-syn απορροφώμαι, επιδίδομαι):
- αφοσιώθηκε στις μελέτες |
- φτωχός γεννημένος ο Π. έπρεπε να το πάρει απόφαση και ν' αφοσιωθεί στο σοσιαλισμό (Xenop) |
- αφοσιωθείτε στο έργο σας με περίσκεψη (Kazantz) |
- η ψυχή του αφοσιώνεται εξ ολοκλήρου στη συσσώρευση περιουσίας (Vrettakos, adapted) |
- αφοσιώνονταν αποκλειστικά στο σμίλεμα του κομψοτεχνήματος (Thrylos)
[mi of kath αφοσιώ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG, cpd of pref ἀφ- & ὁσιῶ]
- ① become attached to s.o., cling loyally, dedicate o.s., devote o.s. (syn αφιερώνομαι):