Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοσίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφοσίωση η [afosíosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αφοσιώνομαι, η αποκλειστική, η απόλυτη σχεδόν ενασχόληση με κτ. για το οποίο αισθάνομαι έλξη, αγάπη, σεβασμό: ~ στην επιστήμη / στην τέχνη / στον αθλητισμό. || Έχει / δείχνει μεγάλη ~ στους γονείς του.

[λόγ. < ελνστ. ἀφοσίω(σις) `θρησκευτικός καθαρμός΄ -ση σημδ. γαλλ. dévotion]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοσίωση [afosíosi] η, gen αφοσίωσης & αφοσιώσεως, (L)
  • ① dedication, devotion, faithfulness, loyalty, attachment (near-syn αγάπη 1a, λατρεία):
    • ~ στην οικογένεια, στους φίλους |
    • ~ στο κόμμα, στους νόμους |
    • βαθιά ~ |
    • μάτια γεμάτα ~ |
    • της δείχνει ~ |
    • είχε μεγάλη ~ στο γείτονα συμμαθητή του (Xenop) |
    • η αγάπη εμπνέει την ~ (Vrettakos) |
    • του επιδαψιλεύει .. όλα τα δείγματα της αφοσιώσεώς της και της υικής στοργής (Karyotakis) |
    • ήταν άξιος να εμπνέει αφοσιώσεις (Panagiotop)
  • ② full concentration on, absorption in, dedication, devotion (near-syn απορρόφηση 4, προσήλωση):
    • δε θα είχε να της προσφέρει τίποτα παραπάνω από ό,τι του επέτρεπε η αφοσίωσή του στην εργασία του (Louros)

[fr kath αφοσίωσις ← MG, PatrG ← K (Dionys. Halic.+), der of ἀφοσιῶ; cf καθοσίωσις (Pollux+), ByzG εξοσίωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες