Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορολόγητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορολόγητος -η -ο [aforolójitos] Ε5 : 1. που δεν υπόκειται σε φορολογία, που δεν είναι φορολογήσιμος: Οι καταθέσεις στα ταμιευτήρια είναι αφορολόγητες. Αφορολόγητο όριο. || (ως ουσ.) το αφορολόγητο, το αφορολόγητο όριο: Ο υπουργός οικονομικών επιβεβαίωσε ότι θα τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα και θα αυξηθεί το αφορολόγητο 2. που δε φορολογήθηκε, που δεν είναι φορολογημένος: Αφορολόγητα είδη / εισοδήματα. Ποσότητα εμπορευμάτων που πέρασε αφορολόγητη από το τελωνείο. || (ως ουσ., οικ.) τα αφορολόγητα, τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών που βρίσκονται στα αεροδρόμια, στα σύνορα κτλ.: Αγόρασε τσιγάρα και πούρα από τα αφορολόγητα. αφορολόγητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ.ἀφορολόγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορολόγητος, -η, -ο [aforolόyitos] (L)
  • untaxed, tax-exempt, tax-free, duty-free (syn ασύδοτος2 1a, ατελής 2):
    • ~ τόκος |
    • αφορολόγητη σύνταξη |
    • αφορολόγητο επίδομα |
    • αφορολόγητα εισοδήματα, κέρδη |
    • αύξηση του κατώτατου αφορολόγητου ορίου |
    • κατάστημα αφορολογήτων ειδών στο αεροδρόμιο |
    • το εισόδημα των μονών είναι αφορολόγητο |
    • θα παραδώσουμε το κάστρο, μα να μείνουμε ελεύτεροι, αφορολόγητοι εμείς και τα χτήματά μας (Kazantz) |
    • ο κατακτητής .. άφησε αφορολόγητη την εκκλησία μας (Peleologos) |
    • τα χρυσόβουλλα αναγνωρίζουν παλαιότερες δωρεές κτημάτων, .. που μένουν αφορολόγητα (MChatzidakis)

[fr kath αφορολόγητος ← K (also pap), cpd w. (LXX, Hesych.) φορολόγητος (: φορολογῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες