Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορολόγητο [aforolόyito] το, (L)
- exemption fr taxation:
- η κυβέρνηση ανεκάλεσε το ~ των ξένων
[fr kath το αφορολόγητο, substantiv. n of αφορολόγητος]
- exemption fr taxation:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφορολόγητος -η -ο [aforolójitos] Ε5 : 1. που δεν υπόκειται σε φορολογία, που δεν είναι φορολογήσιμος: Οι καταθέσεις στα ταμιευτήρια είναι αφορολόγητες. Αφορολόγητο όριο. || (ως ουσ.) το αφορολόγητο, το αφορολόγητο όριο: Ο υπουργός οικονομικών επιβεβαίωσε ότι θα τιμαριθμοποιηθεί η φορολογική κλίμακα και θα αυξηθεί το αφορολόγητο 2. που δε φορολογήθηκε, που δεν είναι φορολογημένος: Αφορολόγητα είδη / εισοδήματα. Ποσότητα εμπορευμάτων που πέρασε αφορολόγητη από το τελωνείο. || (ως ουσ., οικ.) τα αφορολόγητα, τα καταστήματα αφορολόγητων ειδών που βρίσκονται στα αεροδρόμια, στα σύνορα κτλ.: Αγόρασε τσιγάρα και πούρα από τα αφορολόγητα.
αφορολόγητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ.ἀφορολόγητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορολόγητος, -η, -ο [aforolόyitos] (L)
- untaxed, tax-exempt, tax-free, duty-free (syn ασύδοτος2 1a, ατελής 2):
- ~ τόκος |
- αφορολόγητη σύνταξη |
- αφορολόγητο επίδομα |
- αφορολόγητα εισοδήματα, κέρδη |
- αύξηση του κατώτατου αφορολόγητου ορίου |
- κατάστημα αφορολογήτων ειδών στο αεροδρόμιο |
- το εισόδημα των μονών είναι αφορολόγητο |
- θα παραδώσουμε το κάστρο, μα να μείνουμε ελεύτεροι, αφορολόγητοι εμείς και τα χτήματά μας (Kazantz) |
- ο κατακτητής .. άφησε αφορολόγητη την εκκλησία μας (Peleologos) |
- τα χρυσόβουλλα αναγνωρίζουν παλαιότερες δωρεές κτημάτων, .. που μένουν αφορολόγητα (MChatzidakis)
[fr kath αφορολόγητος ← K (also pap), cpd w. (LXX, Hesych.) φορολόγητος (: φορολογῶ)]
- untaxed, tax-exempt, tax-free, duty-free (syn ασύδοτος2 1a, ατελής 2):