Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορμώμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφορμώμαι [aformόme] αφορμάται, aor αφορμήθηκα (subj αφορμηθώ), (L)
  • ① use as a starting-point or basis (for an activity, discussion etc), make a start fr, proceed fr (syn ξεκινώ, ορμώμαι, near-syn βασίζομαι):
    • η επισκόπηση .. αφορμάται από το υλικό το θησαυρισμένο στην πλούσια εικονογράφηση του μηνολογίου (Pallas) |
    • οι διαφορές των θεολογικών απόψεων .. αφορμώνται σχεδόν πάντοτε από κάποιο χωρίο των Γραφών (Tatakis) |
    • από μια κοινωνική μορφή αφορμήθηκε η φιλοσοφική σκέψη στην πορεία της προς την αντικειμενικότητα (id.) |
    • θα αφορμηθεί από τα δεδομένα .. του πρακτικού λόγου, για να προχωρήσει στην επεξεργασία του αυτού προβλήματος (Georgoulis)
  • ② originate in, go back to, start (syn αρχίζω 1, ξεκινώ):
    • από την άτυχη εκστρατεία της Xίου αφορμάται η αποτυχία του (Angelou) |
    • η κεφαλλονίτικη καντάδα .. αφορμάται βέβαια από το ιταλικό belcanto (Theodoratos)

[fr kath αφορμώμαι ← K, AG, mi of ἀφορμῶ, cpd w. pref ἀφ- & ὁρμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες