Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφορμίζω [aformízo] Ρ2.1α : (λαϊκότρ.) κακοφορμίζω.
[μσν. *αφορμίζω (πρβ. μσν. φορμίζω, με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αφορμ(ή) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφορμίζω· ’φορμίζω.
-
- (Mτβ. και αμτβ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι:
- αφόρμισε κι ωσάν λωλή πως το ’καμε σου λέγει (Iντ. κρ. θεάτρ. A´ 88).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = τρελός:
- (Eρωφ. Δ´ 86).
[<ουσ. αφορμή + κατάλ. ‑ίζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mτβ. και αμτβ.) χάνω τα λογικά μου, τρελαίνομαι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορμίζω [aformízo] aor αφόρμισα
- ① intr become inflamed, fester, rankle (syn κακοφορμίζω, near-syn L πυορροώ):
- το πόδι πλήγιασε και αφόρμισε (Palam) |
- ο A. έχει πυρετό, φαίνεται πως αφόρμισε η πληγή (KPolitis)
- ② trans cause (a wound) to fester (syn κακοφορμίζω):
- ~ την πληγή
[fr MG αφορμίζω 'fester', der of AG ἀφορμή 'cause (of illness)' (hence also postmed, MG (Crete) αφορμίζω 'become mad'; cf region. (Epir. Pelop) αφορμεύω 'fester' (der of αφορμή w. suff -εύω)]
- ① intr become inflamed, fester, rankle (syn κακοφορμίζω, near-syn L πυορροώ):