Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορισ%
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αφόρισμα το· αφόρεσμα.
  • 1) Aυτό που είναι αποκηρυγμένο, αναθεματισμένο:
    • να μη κολλήσει εις το χέρι σου τίπετε από το αφόρεσμα (Πεντ. Δευτ. XIII 18).
  • 2) Aυτό που αποχωρίζεται και αφιερώνεται, αφιέρωμα:
    • μόνε παν αφόρεσμα ος να αφορέσει ανήρ του Kυρίου (αυτ. Λευιτ. XXVII 28).

[μτγν. ουσ. αφόρισμα. Ο τ. και η λ. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφόρισμα [afόrizma] το, (& αφόρεσμα) eccl
  • expulsion fr or denial of communion w. a church, excommunication (syn αφορισμός, near-syn αποκλεισμός 1c)

[fr postmed αφόρεσμα (Pentateuch; Kriaras' Lex) ← K αφόρισμα 'sth set apart']

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορισμένος1 [aforizménos] ο, (& D αφορεσμένος)
  • ① excommunicated person, excommunicate:
    • γιόμιζαν δροσερό νερό τη γούβα, να κατεβαίνουν τα πουλιά τ' ουρανού, να σβήνουν τη δίψα τους για συχώριο τ' αφορεσμένου (Myriv) |
    • ήταν του Kαΐρη μαθητής, του αφορισμένου της Άντρος (Papatsonis) |
    • τώρα ο ~ και ο κατάδικος θριαμβεύει απάνω στο μάρμαρο μέσα σ' αυτή τη χαριτωμένη πλατειούλα (Papanoutsos)
  • ② accursed or damned person (syn αναθεματισμένος1 1, καταραμένος):
    • ήταν δόλωμα του αφορεσμένου, για να τσακώσει τη γυναίκα του (Tsirkas) |
    • poem έφτακα κι είδα πόσοι εμείς κι αφορεσμένοι πόσοι (Markoras)

[fr postmed αφορισμένος (bes αφορεσμένος), substantiv. m of αφορισμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορισμένος2, -η, -ο [aforizménos] (& D αφορεσμένος)
  • ① excommunicated, anathematized:
    • ~ παπάς
  • ② accursed, damned (syn αναθεματισμένος2 1, καταραμένος):
    • ~ κλέφτης |
    • αφορισμένη τεμπελιά |
    • αφορισμένο βιβλίο |
    • γυρίζει μ' έναν κρυφό πόθο προς την αφορισμένη δημοτική (Palam) |
    • να θρηνείτε, όσο ζείτε με αδικίες και αρπαγές, .. διότι όλα αυτά είναι αφορισμένα και καταραμένα (Petsalis) |
    • ο σατανάς ο αφορεσμένος το 'βαλε να κάμω το φόνο και να πάρω τα βουνά (Papantoniou) |
    • poem .. μη αφήσεις ως τ' αφτιά μου | κανέν' από τα λόγια των να 'ρθει τα αφορεσμένα (Kavafis) |
    • .. διαλύθηκε το φάντασμα το θλιβερό, | το αφορισμένο φάντασμα του Iούδα του Iσκαριώτη (Skipis)

[fr postmed αφορισμένος (bes αφορεσμένος) ← PatrG, K, AG ἀφωρισμένος, ppp of ἀφορίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αφορισμός ο· αφορεσμός.
  • (Εκκλ.) αποκλεισμός από το σώμα της χριστιανικής Eκκλησίας, ως ποινή για βαρύτατα αμαρτήματα:
    • εξεφώνησε (ενν. ο πατριάρχης) βάρος αλύτου αφορισμού (Έκθ. χρον. 3626).

[αρχ. ουσ. αφορισμός. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφορισμός [aforizmós] ο, (& D αφορεσμός)
  • ① eccl excommunication, anathematization (near-syn αποκλεισμός 1c):
    • δεν επιδοκίμαζε καθόλου το συνοδικό αφορεσμό, που βάραινε τον έξυπνο εκείνο συγγραφέα (Xenop) |
    • έρχομαι τώρα .. στην πέτρα του σκανδάλου, την αιτία του αφορισμού του, των άγριων εναντίον του διωγμών (Melas)
  • ⓐ curse, anathema (syn ανάθεμα 1, κατάρα):
    • folkt καλεί τον κλέφτη να τα γυρίσει [τα τυριά], γιατί αλλιώς θα βγάλει αφορεσμό (Loukatos) |
    • είμαστε πάντα πρόθυμοι να ρίχνουμε την πέτρα του αφορισμού (Panagiotop) |
    • folks. το κρίμα να χ' η μάνα σου και τ' άδικ' οι γειτόνοι | και τον αφορισμ' ο παπάς, που δεν μας στεφανώνει (Passow)
  • ② (L) aphorism, apothegm, maxim, dictum (syn απόφθεγμα, near-syn γνωμικό):
    • αποφθεγματικός, δραματικός, επιγραμματικός, λογοτεχνικός, πετυχημένος ~ |
    • τι σημαίνει .. ο ~ ότι η τέχνη δεν έχει καμιά σχέση με τη γνώση ..; (Papanoutsos) |
    • καταργείται ο ~ ότι στην ποίηση τα πράγματα γίνονται σύμβολα (Spandonidis) |
    • έβαλε να γράψουν πάνω σε βράχους αφορισμούς καταδικάζοντας την ευχαρίστηση που δίνει το θέατρο (Evelpidis) |
    • οι στοχαστικοί αφορισμοί .. μαρτυρούν την καλλιέργεια του συγγραφέα (Sachinis)

[fr postmed, MG αφορισμός (bes αφορεσμός) ← αφορισμός PatrG, K (also pap), AG, der of ἀφορίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορισμός 1 ο [aforizmós] Ο17 : εκκλησιαστική ποινή με την οποία ο χριστιανός αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ βαριά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε: Επιβάλλω / ακυρώνω έναν αφορισμό. ~ για ασέβεια προς την εκκλησία.

[ελνστ. ἀφορισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορισμός 2 ο : σύντομη κρίση ή άποψη που διατυπώνει κάποιος με επιμονή χωρίς όμως τις απαραίτητες αποδείξεις: Mιλάει πάντα με αφορισμούς.

[λόγ. < αρχ. ἀφορισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοριστικά [aforistiká] adv (L)
  • aphoristically, apothegmatically, epigrammatically (syn αποφθεγματικά, επιγραμματικά):
    • διατυπώνει ~ τις εντυπώσεις του |
    • χαρακτηρίζει ~ την πολιτεία ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα (Despotop)

[der of αφοριστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοριστικό [aforistikό] το, eccl
  • letter announcing an excommunication read in the church:
    • ήρθε ~ από το δεσπότη

[substantiv. n of αφοριστικός]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες