Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφορεσμός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφορεσμός ο [aforezmós] Ο17 : (λαϊκότρ.) ο αφορισμός.

[μσν. αφορεσμός < αφορισμός με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

[Λεξικό Κριαρά]
αφορεσμός ο,
βλ. αφορισμός.
[Λεξικό Γεωργακά]
αφορεσμός s. αφορισμός.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες