Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφορά [aforá] 3sg, 3pl αφορούν, ipf αφορούσε, 3pl αφορούσαν, (L)
- ① be of interest to, concern, regard (syn ενδιαφέρει):
- αυτό με αφορά άμεσα, ατομικά, προσωπικά |
- όσον ~ εμένα as far as I'm concerned, as for me, for my part (syn phr απομέρος [or απομέρους] μου) |
- ένα μονάχα ξέρω, πως η κυρία είναι έγκυος έξι μηνών· τα λοιπά δεν με αφορούν (Karagatsis) |
- είναι ζήτημα ιδιωτικό, που δεν αφορά το σύνολο (Theotokas) |
- η τέτοια εκδρομή .. αφορά τους νέους πεζοπόρους εκδρομείς, που δεν φοβούνται ν' αντικρύσουν την τραχύτητα του εδάφους (Vasileiou) |
- το έθνος .. δεν κρίνεται ικανό να εκφράζει τη γνώμη του για τα πράγματα που το αφορούν (Argyriou)
- ② pertain to, relate to, refer to, concern (syn αναφέρεται, αποβλέπει 3c, σχετίζεται):
- του είχε μείνει .. κάποιος ανίκητος δισταγμός για ό,τι αφορούσε τις σχέσεις των δύο φύλων (Theotokas) |
- ο επίτροπος αντιπροσωπεύει τον ανήλικο σε κάθε δικαιοπραξία, που αφορά την προσωπική του κατάσταση ή την περιουσία του (Christidis AK) |
- ανοίγουν προβλήματα, που αφορούν στο νόημα της ζωής (Theodorakop) |
- να παρασχεθούν και οι λοιπές ανέσεις, .. που αφορούν τη στέγη, την τροφή κλ (Angelop)
- ③ relate to, deal w., treat, cover (near-syn αποβλέπει 3b, άπτεται):
- το βιβλίο αφορά τη μαγεία |
- η εγκυκλοπαίδεια αφορά τις τέχνες |
- θέματα που αφορούν το πλαίσιο της λειτουργίας του τραπεζικού τομέως |
- η επίσκεψή μου αφορούσε την ανάγκη να στεγαστούν αμέσως οι πρόσφυγες (Evelpidis) |
- παλαιές διατάξεις .. αφορούσαν τη στρατολογία και την εκπαίδευση των χριστιανών αιχμαλώτων (Vacalop) |
- αυθεντία σε ό,τι αφορά το διοικητικό δίκαιο (Peranthis) |
- έργα με επιστημονικό χαρακτήρα, από εκείνα ιδίως που αφορούν στις λεγόμενες θεωρητικές επιστήμες (Dimaras)
[fr kath αφορώ ← MG (Spaneas B 167 etc; Sfrantsis Chron. μ. 9623) ← K (LK), AG, cpd w. ὁρῶ]
- ① be of interest to, concern, regard (syn ενδιαφέρει):