Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοπλιστικός -ή -ό [afoplistikós] Ε1 : που αφοπλίζει2, κατακτά και γοητεύει εξουδετερώνοντας κάθε αντίδραση: Aφοπλιστικό χαμόγελο. ~ τρόπος.
[λόγ. αφοπλισ- (αφοπλίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. désarmant & αγγλ. disarming]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοπλιστικός, -ή, -ό [afoplistikós] (L)
- forestalling or defusing criticism or hostility, disarming, ingratiating:
- αφοπλιστική ειλικρίνεια |
- αφοπλιστικό επιτακτικό βλέμμα |
- [η ηθοποιός] είχε αποχρώσεις και παύσεις και εκφράσεις αφοπλιστικές (Ploritis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1882]) αφοπλιστικός, der of ByzG (Just. Nov. 8.12) αφοπλιστής (: αφοπλίζω)]
- forestalling or defusing criticism or hostility, disarming, ingratiating: