Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοπλισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφοπλισμός ο [afoplizmós] Ο17 : μείωση ή κατάργηση του στρατιωτικού εξοπλισμού ενός κράτους: Mερικός / γενικός ~. Πλήρης και ελεγχόμενος ~. Διαπραγματεύσεις / διάσκεψη / συμφωνία για τον αφοπλισμό.

[λόγ. < μσν. αφοπλισμός < αφοπλισ- (αφοπλίζω) -μός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοπλισμός [afoplizmós] ο, (L)
  • ① laying down or removal of one's weapons, disarming (syn ξαρμάτωμα):
    • όταν συντελέστηκε πια ο ~, παρουσιάστηκε ο αχρείος φορώντας τη μεγάλη του στολή (Tsirkas)
  • ⓐ reduction or abolition of a country's military establishment, disarmament
  • ② fig making s.o. or becoming powerless or harmless:
    • να τον παρουσιάσει σαν όργανο ηθικού αφοπλισμού και να τον μεταχειρισθεί σαν όπλο ηθικού θανάτου εναντίον της ελληνικής ψυχής (Tsatsos) [fr kath αφοπλισμός ← ByzG (Cod. Just. 12.4012), der of αφοπλίζω).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες