Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφοπλίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφοπλίζω [afoplízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.αφαιρώ το όπλο ή τον οπλισμό κάποιου, επιβάλλω σε κπ. να μου παραδώσει τα όπλα του. ANT οπλίζω: Οι αστυνομικοί κατάφεραν να τον αφοπλίσουν και να του περάσουν τις χειροπέδες. ~ τον εχθρικό στρατό, τον υποχρεώνω να καταθέσει τα όπλα του και να παραδοθεί. || ~ τη βόμβα, την εξουδετερώνω. β. μειώνω ή καταργώ το στρατιωτικό εξοπλισμό ενός κράτους, κάνω αφοπλισμό. ANT εξοπλίζω: Kαμία από τις μεγάλες πυρηνικές δυνάμεις δεν πρόκειται να αφοπλιστεί μονομερώς. 2. (μτφ.) κατακτώ και γοητεύω κπ., με αποτέλεσμα να εξουδετερωθεί η δυνατότητα ή η διάθεση να αντιδράσει: Tο χαμόγελό της με αφόπλισε. Έχει μια χάρη που αφοπλίζει.

[λόγ.: 1α: ελνστ. ἀφοπλίζω (αρχ. ἀφοπλίζομαι `βγάζω τον οπλισμό μου΄)· 1β: σημδ. γαλλ. désarmer & αγγλ. disarm· 2: κατά τη σημ. του αφοπλιστικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφοπλίζω [afoplízo] ipf αφόπλιζα, aor αφόπλισα (subj αφοπλίσω), pf & plupf έχω-είχα αφοπλίσει, mediop αφοπλίζομαι, ipf αφοπλιζόμουν, aor αφοπλίστηκα, pf & plupf έχω-είχα αφοπλιστεί, (L)
  • ① remove one's weapons, disarm (syn ξαρματώνω, ant εξοπλίζω, οπλίζω):
    • κατέβαιναν απ' το μέτωπο και συνταγμένες μονάδες, που δεν τις αφόπλιζαν (Theotokas) |
    • ξανακαταλάμβαναν [τα νησιά] .. σε συνεργασία με τους Iταλούς φασίστες της φρουράς, που δεν είχε αφοπλιστεί (Tsirkas)
  • ⓐ naut put out of commission, unrig, dismantle (syn ξαρματώνω, παροπλίζω):
    • ~ το πλοίο
  • ② fig render powerless or harmless, disarm (syn ξερματώνω):
    • δεν τολμούν .. με δίκαιες κυρώσεις να αφοπλίσουν την αναισχυντία (Papanoutsos) |
    • είχε πιστέψει πως το θράσος μπορεί ν' αφοπλίσει την αξιοπρέπεια (Terzakis) |
    • το δυνατό φαρμάκι .. τους είχε αφοπλίσει και παραλύσει για καλά (Tsitseli)
  • ⓑ forestall or defuse one's criticism or hostility, disarm, ingratiate:
    • η ειλικρίνεια, το χαμόγελο αφοπλίζει |
    • και οι πιο βίαιες επικρίσεις της έχουν μιαν αγνότητα, που αφοπλίζει (Chatzinis) |
    • την κοίταζαν απορημένοι μέσα στο γκρίζο φως της χαραυγής· τους αφόπλιζε το ύφος της (Tsirkas) |
    • ετοιμάστηκα να του ρίξω μια βαριά βρισιά· μα τα πονεμένα μάτια του μ' αφόπλισαν (TStefanidis) |
    • επιζητούν να αφοπλίσουν τον συνομιλητή, γυρίζοντας την κουβέντα στο ευτράπελο (IPetrop)
  • ⓒ exercise irresistible influence on, overpower, overwhelm (syn καταβάλλω, συντρίβω):
    • η πρόσοψη της Mεγάλης Bρετανίας, όπως τη βλέπεις στο Λονδίνο, αφοπλίζει· η πρώτη εντύπωση είναι του μεγαλείου που πέτρωσε, μνημειώθηκε (Terzakis)
  • ③ mi αφοπλίζομαι lay down one's weapons, disarm (o.s.) (syn ξαρματώνομαι)
  • ⓓ fig be won over, be persuaded, be disarmed:
    • ακούοντας η μάνα μου ότι η θυσία .. είχε φιλανθρωπικό σκοπό αφοπλίστηκε (Christovasilis)

[fr kath αφοπλίζω ← K (Diod. Sic., 1st c. BC), AG, cpd w. ὁπλίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες