Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφομοιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφομοιώνω [afomióno] -ομαι Ρ1 : για κτ. το οποίο απορροφάται από κτ. άλλο και γίνεται όμοιο με αυτό, με τρόπο που να μη διακρίνονται πια καθόλου τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. 1. (βιολ.) για τους ζωντανούς οργανισμούς, προσλαμβάνω και μετασχηματίζω σε δικά μου συστατικά τις θρεπτικές ουσίες που παίρνω κατά τη θρέψη: Mερικές τροφές αφομοιώνονται εύκολα. 2. (μτφ.) α. μέσα από διαδικασίες μάθησης, κατακτώ μια γνώση, μια εμπειρία με τέτοιον τρόπο, ώστε αυτή να γίνει αναπόσπαστο στοιχείο της προσωπικότητάς μου: ~ μια φιλοσοφική διδασκαλία / μια ιδεολογία. Ο Λουκιανός είχε αφομοιώσει πλήρως την ελληνική παιδεία. Οι αρχαίοι Έλληνες αφομοίωσαν πολλά πολιτιστικά στοιχεία των Προελλήνων. H συνείδηση αφομοιώνει τα εξωτερικά ερεθίσματα. || μαθαίνω κτ. τόσο καλά, ώστε δεν το ξεχνώ πια: Διαβάζει πολύ, αφομοιώνει όμως λίγο. β. για κοινωνικό σύνολο το οποίο δέχεται, απορροφά και εξομοιώνει τα ξένα στοιχεία που εισέρχονται σε αυτό, εξαφανίζοντας συνήθ. τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: H Aμερική αφομοίωσε εκατομμύρια μετανάστες. Aφομοιώθηκαν οι πρόσφυγες από τους ντόπιους. 3. (γλωσσ., συνήθ. παθ.) παθαίνω αφομοίωση4.

[λόγ. < αρχ. ἀφομοι(ῶ) `κάνω κτ. όμοιο, συγκρίνω΄ -ώνω σημδ. γαλλ. assimiler]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφομοιώνω [afomiόno] aor αφομοίωσα (subj αφομοιώσω), pf & plupf έχω-είχα αφομοιώσει, mediop αφομοιώνομαι, aor αφομοιώθηκα (subj αφομοιωθώ), pf & plupf έχω-είχα αφομοιωθεί, (L)
  • ① assimilate or absorb s.o. culturally (ethnically etc) (syn εξομοιώνω):
    • οι σουλτάνοι κατόρθωναν να συγκρατούν τον ετερογενή .. αυτόν εσμό των χριστιανών στρατιωτικών .. και να τους αφομοιώνουν (Vacalop)
  • ② biol digest thoroughly, assimilate (near-syn χωνεύω):
    • ο οργανισμός δεν μπορεί να αφομοιώσει αυτές τις τροφές
  • ③ integrate, absorb, incorporate (near-syn ενσωματώνω):
    • ο χριστιανισμός .. αφομοίωσε από τον αρχαίο κόσμο τις θρησκευτικές .. και ηθικές αντιλήψεις, που συμφωνούσαν με τις βασικές του τάσεις (Glinos) |
    • αφομοίωσε μέσα στην ποίησή του πρότυπα δυτικά (Dimaras) |
    • αφομοιώνει αναγκαστικά πολλά στοιχεία του παρελθόντος (Theotokas) |
    • η εργασία αυτή έχει αφομοιωθεί στα νεότερα δημοσιεύματα του συγγραφέως (Benakis, adapted)
  • ⓐ make part of one's knowledge or consciousness, understand thoroughly, absorb, digest, assimilate:
    • αφομοιώνει αντιλήψεις, σοφία, τέχνη |
    • αφομοιώνει τη γαλλική παιδεία |
    • αφομοιώνει ό,τι διαβάζει |
    • έχει αφομοιώσει την έννοια της ελευθερίας |
    • δεν μπορούμε να δεχτούμε το νόημά τους, να το αφομοιώσομε ψυχικά (Papanoutsos) |
    • τα μικρά παιδιά δεν μπορούν να αφομοιώσουν δύο ελληνικές γραμματικές (Theotokas) |
    • είναι .. ανίκανοι ν' αφομοιώσουν τις αρχές της νεότερης φυσικής (Lambridi) |
    • αφομοιώνουν .. τους θησαυρούς της λογοτεχνικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς μας (Charis)
  • ④ mi αφομοιώνομαι become similar or identical (syn αφομοιώνομαι):
    • σιγά σιγά αφομοιωθήκαν με τη σκοτεινή προσωπικότητα του κυρίου τους (Venezis) |
    • οι ξεχωριστές κατευθύνσεις της ιδιοσυγκρασίας .. αφομοιώνονται σιγά σιγά περισσότερο μεταξύ τους (Karouzos)
  • ⓑ become absorbed into a surrounding culture or group, become assimilated, assimilate:
    • ο κινέζικος πολιτισμός παρουσιάζει συνέχεια, αφού κι οι ξένοι κατακτητές γρήγορα αφομοιώνονται (Evelpidis) |
    • οι σοφοί, που περνούν στη Δύση, αφομοιώνονται σε μεγάλο ποσοστό με τον πολιτισμό, που τους περιβάλλει (Dimaras) |
    • αισθάνεται αναγκαστικά ξένος· χρειάζεται πολύς καιρός, για ν' αφομοιωθεί (Thrylos) |
    • δεν μπορώ ν' αφομοιωθώ με την ομάδα, να γίνω ένα με το σκοπό της (Chakkas)

[fr kath αφομοιώ ← AG, cpd of pref ἀφ- & ὁμοιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες