Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφομοιωτικός -ή -ό [afomiotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αφομοίωση: Aφομοιωτικές λειτουργίες του οργανισμού / της συνείδησης. H αφομοιωτική δύναμη ενός λαού. || (γλωσσ.) που έχει σχέση με το γλωσσικό φαινόμενο της αφομοίωσης.
αφομοιωτικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀφομοιωτικός `που αναπαράγει κτ. όμοιο΄ σημδ. γαλλ. assimilateur]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφομοιωτικός, -ή, -ό [afomiotikós] (L)
- ① pertaining to or causing cultural adaptation or absorption, assimilative, assimilatory:
- ένας αιώνας αφομοιωτικού πνεύματος έσβησε κάθε εντόπιο χρώμα, για να τα ξαναβάψει όλα με κοσμοπολιτικό (Ouranis, adapted) |
- στην έννοια 'Bυζαντινός' περιέχεται .. και μια αφομοιωτική επιρροή της ελληνικής κοινωνίας (Theotokas) |
- κάποια διεθνική παιδεία .. επιβάλλει .. την αφομοιωτική αναχώνεψη των λαών της Δυτικής Eυρώπης (Christidis AK)
- ② tending toward or causing assimilation or integration, assimilative, integrative (syn αφομοιωματικός):
- η λαϊκή παράδοση, .. από οποιεσδήποτε πηγές κι αν τροφοδοτείται, έχει μια συντριπτική αφομοιωτική δύναμη (Angelou) |
- δεν αντιστάθηκαν .. οι περσικές λέξεις στην αφομοιωτική ικανότητα της κλασικής ελληνικής γλώσσας (Panagiotop)
- ⓐ pertaining to or causing thorough understanding, assimilative:
- αφομοιωτική ενόραση, μνήμη |
- να δώσομε απαντήσεις ανάλογες με την αφομοιωτική ικανότητα του παιδιού |
- προσπαθείς .. εντείνοντας τις αντιληπτικές και αφομοιωτικές σου κεραίες .. να συλλάβεις ανάμεσα στα περαστικά φαινόμενα το καίριο, το μόνιμο και ουσιαστικό (Panagiotop)
[fr kath αφομοιωτικός ← ByzG (4th c.), PatrG (Dion. Areop., 5th c. AD), der of *αφομοιωτός w. suff -ικός; cf ομοιωτικός, εξομοιωτικός & ModG ανομοιωτ-, παρομοιωτ-ικός]
- ① pertaining to or causing cultural adaptation or absorption, assimilative, assimilatory: