Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφομοιωμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφομοιωμένος, -η, -ο [afomioménos] (L)
  • ① made similar to, assimilated:
    • τα κοντάκια τους, καμωμένα με χώμα και θάμνα, δεν ξεχωρίζουν εύκολα αφομοιωμένα με το χρώμα της γης (Venezis)
  • ⓐ made similar, adapted, or absorbed into a surrounding culture or group, assimilated (syn εξομοιωμένος, ant αναφομοίωτος c):
    • αργότερα εγκατεστάθηκαν εκεί και άλλοι Έλληνες φυλετικώς αφομοιωμένοι (Karagatsis)
  • ② biol fully digested, assimilated (near-syn χωνεμένος):
    • αφομοιωμένες τροφές
  • ③ integrated, assimilated, incorporated (near-syn ενσωματωμένος):
    • ένιωθε τον εαυτό του απέραντα ευτυχισμένο, .. αφομοιωμένο ηδονικά με τη φύση (Myriv) |
    • τα κοινωνικά ενδιαφέροντα του συγγραφέα .. παρεμβάλλονται αφομοιωμένα μέσα στον μύθο (Dimaras) |
    • στην ουσία της ανθρώπινης ψυχής υπάρχει αφομοιωμένο το αίτημα της δικαιοσύνης (Stasinop) |
    • θα ήταν προτιμότερο η ξένη γνώση να παρουσιαζόταν αφομοιωμένη μέσα στο κείμενο (Kakridis)
  • ④ fig made part of one's knowledge or consciousness, thoroughly understood, absorbed, assimilated, digested:
    • φανέρωναν πολύ αφομοιωμένη γνώση της πιο προηγμένης θεατρικής τεχνικής (Thrylos) |
    • εκόμισε ολοζώντανο και θαυμαστά αφομοιωμένο το ευρωπαϊκό πνεύμα (Chatzinis)

[fr αφωμοιωμένος, ppp of αφομοιώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες