Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοδράριστος -η -ο [afoδráristos] Ε5 : για ρούχο στο οποίο δεν έχουν βάλει φόδρα, που δεν είναι φοδραρισμένο: Aφοδράριστο σακάκι / παλτό. Kρυώνει γιατί η φούστα της είναι αφοδράριστη. || Aφοδράριστα παπούτσια. Aφοδράριστη τσάντα.
[α- 1 φοδραρισ- (φοδράρω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοδράριστος, -η, -ο [afo∂ráristos]
- lacking a lining, unlined (syn αστάρωτος, ant φοδραρισμένος):
- αφοδράριστο παλτό, σακάκι, φόρεμα
[cpd w. *φοδραριστός (: φοδράρω); cf ξεφοδράρω 'unline' (ppp ξεφοδραρισμένος); cf der φοδράρισμα 'lining' & ξεφοδράρισμα 'unlining']
- lacking a lining, unlined (syn αστάρωτος, ant φοδραρισμένος):